3,258,154
edits
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἀκρατής]])<br />(με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα [[πάθη]] του, να επιβληθεί στον εαυτό του, [[ασυγκράτητος]], [[έκλυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] σωματική [[δύναμη]], [[αδύναμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[εξουσία]], [[επιβολή]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν κρατά το [[μέτρο]] στη [[χρήση]] ενός πράγματος, [[αχαλίνωτος]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) ο [[χωρίς]] έλεγχο ή [[μέτρο]], [[ανεξέλεγκτος]], [[άμετρος]]<br /><b>5.</b> <b>(Νομ.)</b> ο [[άκυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ές (Α [[ἀκρατής]])<br />(με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα [[πάθη]] του, να επιβληθεί στον εαυτό του, [[ασυγκράτητος]], [[έκλυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] σωματική [[δύναμη]], [[αδύναμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[εξουσία]], [[επιβολή]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν κρατά το [[μέτρο]] στη [[χρήση]] ενός πράγματος, [[αχαλίνωτος]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) ο [[χωρίς]] έλεγχο ή [[μέτρο]], [[ανεξέλεγκτος]], [[άμετρος]]<br /><b>5.</b> <b>(Νομ.)</b> ο [[άκυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακράτεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκρατεύομαι]], [[ἀκρατόεις]], <i>ἀκρατῶ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκρατοσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκρατόγελως]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ἀκρατοπότης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκρατόστομος]], [[ἀκρατόφρων]]. | ||
}} | }} |