Anonymous

αλέγω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλέγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]], απασχολούμαι, με [[μέλει]] για [[κάτι]], [[νοιάζομαι]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προσέχω]], [[εκτιμώ]], [[σέβομαι]]<br /><b>3.</b> [[συγκαταλέγω]], [[συμπεριλαμβάνω]], [[λογαριάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητική [[κυρίως]] [[λέξη]], που απαντά μόνο σε χρόνο ενεστώτα και χρησιμοποιείται [[συνήθως]] με [[άρνηση]]. Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως. Η σύνδεσή της με τη λ. [[ἄλγος]] δημιουργεί [[πολλά]] προβλήματα (<b>βλ.</b> [[ἄλγος]]). Κατ’ άλλους η λ. [[είναι]] σύνθετη με β΄ συνθετικό το [[ρήμα]] [[λέγω]] «[[απαριθμώ]], [[διεξέρχομαι]], [[υπολογίζω]]» — ά συνθ. της λ. [[είναι]] η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του προθήματος <i>εν</i>-, Η β΄ [[ερμηνεία]] μειονεκτεί [[κατά]] το ότι η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του προθήματος <i>εν</i>-στην Ελληνική [[είναι]] σπάνιο [[φαινόμενο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεγίζω]], [[ἀλεγύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀνηλεγής]], [[ἀπηλεγής]], <i>ἐπηλεγής</i>, [[δυσηλεγής]].
|mltxt=[[ἀλέγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]], απασχολούμαι, με [[μέλει]] για [[κάτι]], [[νοιάζομαι]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προσέχω]], [[εκτιμώ]], [[σέβομαι]]<br /><b>3.</b> [[συγκαταλέγω]], [[συμπεριλαμβάνω]], [[λογαριάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ποιητική [[κυρίως]] [[λέξη]], που απαντά μόνο σε χρόνο ενεστώτα και χρησιμοποιείται [[συνήθως]] με [[άρνηση]]. Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως. Η σύνδεσή της με τη λ. [[ἄλγος]] δημιουργεί [[πολλά]] προβλήματα (<b>βλ.</b> [[ἄλγος]]). Κατ’ άλλους η λ. [[είναι]] σύνθετη με β΄ συνθετικό το [[ρήμα]] [[λέγω]] «[[απαριθμώ]], [[διεξέρχομαι]], [[υπολογίζω]]» — ά συνθ. της λ. [[είναι]] η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του προθήματος <i>εν</i>-, Η β΄ [[ερμηνεία]] μειονεκτεί [[κατά]] το ότι η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του προθήματος <i>εν</i>-στην Ελληνική [[είναι]] σπάνιο [[φαινόμενο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεγίζω]], [[ἀλεγύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀνηλεγής]], [[ἀπηλεγής]], <i>ἐπηλεγής</i>, [[δυσηλεγής]].
}}
}}