Anonymous

αλαφρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιά, -ιό<br />ο [[ελαφρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίθ. [[ἐλαφρός]]. Το επίθ. προήλθε από τον πληθ. του ουδετέρου (τα [[ελαφρά]]-<i>τα</i> ‘<i>λαφρά</i>) με [[μετακίνηση]] τών ορίων του μορφήματος (της λέξης) λόγω κακού χωρισμού: <i>τ</i>’ <i>αλαφρά</i>, από όπου αναλογικά και ο τ. [[αλαφρός]]. Από τους τύπους [[ελαφρά]]-<i>τα</i> ‘<i>λαφρά</i> προήλθε αναλογικά και τ. [[λαφρός]]. Εξάλλου ο τ. [[ελαφρύς]]-‘<i>λαφρύς</i> σχηματίστηκε με αναλογική [[επίδραση]] του αντιθέτου [[βαρύς]], ο δε τ. [[αλαφριός]] προήλθε από το θηλ. <i>αλαφριά</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλαφροσύνη]], [[αλαφρούτσικος]], [[αλαφρωμάρα]]. [[αλαφρωπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>βλ.</b> <i>αλαφρο</i>-].
|mltxt=-ιά, -ιό<br />ο [[ελαφρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίθ. [[ἐλαφρός]]. Το επίθ. προήλθε από τον πληθ. του ουδετέρου (τα [[ελαφρά]]-<i>τα</i> ‘<i>λαφρά</i>) με [[μετακίνηση]] τών ορίων του μορφήματος (της λέξης) λόγω κακού χωρισμού: <i>τ</i>’ <i>αλαφρά</i>, από όπου αναλογικά και ο τ. [[αλαφρός]]. Από τους τύπους [[ελαφρά]]-<i>τα</i> ‘<i>λαφρά</i> προήλθε αναλογικά και τ. [[λαφρός]]. Εξάλλου ο τ. [[ελαφρύς]]-‘<i>λαφρύς</i> σχηματίστηκε με αναλογική [[επίδραση]] του αντιθέτου [[βαρύς]], ο δε τ. [[αλαφριός]] προήλθε από το θηλ. <i>αλαφριά</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλαφροσύνη]], [[αλαφρούτσικος]], [[αλαφρωμάρα]]. [[αλαφρωπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>βλ.</b> <i>αλαφρο</i>-].
}}
}}