3,277,636
edits
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάληπτος]], -ον)<br />[[εκείνος]], τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να καταλάβει, να κατανοήσει, ο [[ακατανόητος]] ή ο πολύ [[δυσνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να εξουσιάσει, να τον κυριέψει<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που [[κανείς]] δεν μπορεί να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει, [[άπιαστος]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] αδύνατον να γνωσθεί με [[βεβαιότητα]] (φιλοσ. όρος των Σκεπτικών)<br /><b>4.</b> [[εκείνος]] που έχει [[αβεβαιότητα]] για τη [[σύλληψη]] μιας έννοιας.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάληπτος]], -ον)<br />[[εκείνος]], τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να καταλάβει, να κατανοήσει, ο [[ακατανόητος]] ή ο πολύ [[δυσνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να εξουσιάσει, να τον κυριέψει<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που [[κανείς]] δεν μπορεί να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει, [[άπιαστος]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] αδύνατον να γνωσθεί με [[βεβαιότητα]] (φιλοσ. όρος των Σκεπτικών)<br /><b>4.</b> [[εκείνος]] που έχει [[αβεβαιότητα]] για τη [[σύλληψη]] μιας έννοιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>καταληπτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[καταλαμβάνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀκαταληπτῶ</i>]. | ||
}} | }} |