3,274,903
edits
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀλοιφή]])<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται [[κάποιος]], [[επίχρισμα]]<br /><b>2.</b> φαρμακευτικό [[παρασκεύασμα]] από [[λίπος]] και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την [[επάλειψη]] του σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς<br /><b>3.</b> [[μίγμα]] χρήσιμο για [[γάνωμα]], καθαρισμό, [[στίλβωμα]] ή [[επάλειψη]] διαφόρων αντικειμένων<br /><b>νεοελλ.</b><br />λέγεται μτφ. για [[κάθε]] [[παρασκεύασμα]], [[ακόμη]] και [[φαγητό]], σε ρευστή [[κατάσταση]] και με υπερβολικά [[λεία]] υφή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζωικό [[λίπος]] και ιδιαίτ. το [[χοιρινό]] [[πάχος]]<br /><b>2.</b> [[άλειμμα]], [[επάλειψη]], [[χρωματισμός]]<br /><b>3.</b> [[εξάλειψη]], [[απαλοιφή]]<br /><b>4.</b> στη μυκην. η λ. απαντά σε [[πινακίδα]] στην Πύλο και σημαίνει «[[λάδι]] για [[επάλειψη]]», «[[αλοιφή]] από [[ελαιόλαδο]]» (μυκην. <i>a</i>-<i>ro</i>-<i>pa</i>).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Α [[ἀλοιφή]])<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται [[κάποιος]], [[επίχρισμα]]<br /><b>2.</b> φαρμακευτικό [[παρασκεύασμα]] από [[λίπος]] και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την [[επάλειψη]] του σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς<br /><b>3.</b> [[μίγμα]] χρήσιμο για [[γάνωμα]], καθαρισμό, [[στίλβωμα]] ή [[επάλειψη]] διαφόρων αντικειμένων<br /><b>νεοελλ.</b><br />λέγεται μτφ. για [[κάθε]] [[παρασκεύασμα]], [[ακόμη]] και [[φαγητό]], σε ρευστή [[κατάσταση]] και με υπερβολικά [[λεία]] υφή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζωικό [[λίπος]] και ιδιαίτ. το [[χοιρινό]] [[πάχος]]<br /><b>2.</b> [[άλειμμα]], [[επάλειψη]], [[χρωματισμός]]<br /><b>3.</b> [[εξάλειψη]], [[απαλοιφή]]<br /><b>4.</b> στη μυκην. η λ. απαντά σε [[πινακίδα]] στην Πύλο και σημαίνει «[[λάδι]] για [[επάλειψη]]», «[[αλοιφή]] από [[ελαιόλαδο]]» (μυκην. <i>a</i>-<i>ro</i>-<i>pa</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. προέρχεται μεταπτωτικά από το ρ. [[ἀλείφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀλοιφῶ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλοιφαῖος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλοιφεῖον]] <b>νεοελλ.</b> [[αλοιφάτος]], [[αλοιφένιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλοιφόπιτα]], <i>αλοιφοφυράματα</i>]. | ||
}} | }} |