Anonymous

αμέτρητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμέτρητος]], -η, -ον και -ος, -ον) [μετρῶ]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μετρήθηκε ή δεν μπορεί να μετρηθεί, ο [[άμετρος]], ο [[ανυπολόγιστος]]<br /><b>2.</b> [[αναρίθμητος]], πολυπληθύς, [[πολυάριθμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει μετρηθεί με [[ακρίβεια]], δεν έχει καταμετρηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μετρητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>μετρῶ</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμέτρητος]], -η, -ον και -ος, -ον) [μετρῶ]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μετρήθηκε ή δεν μπορεί να μετρηθεί, ο [[άμετρος]], ο [[ανυπολόγιστος]]<br /><b>2.</b> [[αναρίθμητος]], πολυπληθύς, [[πολυάριθμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει μετρηθεί με [[ακρίβεια]], δεν έχει καταμετρηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μετρητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>μετρῶ</i>].
}}
}}