Anonymous

αμεταχείριστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμεταχείριστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν τον μεταχειρίζεται ή δεν τον μεταχειρίστηκε [[ακόμη]] [[κανείς]], [[αχρησιμοποίητος]], [[ολοκαίνουργιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον μεταχειριστεί, να τον χρησιμοποιήσει, [[άχρηστος]], [[δύσχρηστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεταχειρίζω]], [[μεταχειρίζομαι]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμεταχείριστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν τον μεταχειρίζεται ή δεν τον μεταχειρίστηκε [[ακόμη]] [[κανείς]], [[αχρησιμοποίητος]], [[ολοκαίνουργιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον μεταχειριστεί, να τον χρησιμοποιήσει, [[άχρηστος]], [[δύσχρηστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεταχειρίζω]], [[μεταχειρίζομαι]]].
}}
}}