Anonymous

αμφίζευκτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίζευκτος]], -ον (Α)<br />(για ποταμούς, χαράδρες <b>κ.λπ.</b>) αυτός που [[είναι]] ζευγμένος και από τα δύο μέρη, που ενώνεται με [[γέφυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζευκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]].
|mltxt=[[ἀμφίζευκτος]], -ον (Α)<br />(για ποταμούς, χαράδρες <b>κ.λπ.</b>) αυτός που [[είναι]] ζευγμένος και από τα δύο μέρη, που ενώνεται με [[γέφυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζευκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]].
}}
}}