Anonymous

παραγωγός: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paragogos
|Transliteration C=paragogos
|Beta Code=paragwgo/s
|Beta Code=paragwgo/s
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[misleading]], [[deceitful]], ὦ πρόδοτι καὶ παραγωγέ <span class="title">Com.Adesp.</span>595. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[creative]], <span class="bibl">Ascl. <span class="title">in Metaph.</span>92.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass. (proparox.), [[easily movable]], ὀστέα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>16</span> (Comp.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[derived from]] another word, opp. [[πρωτότυπος]], <span class="bibl">D.T.634.21</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span> 146.2</span>; ἔκ τινος <span class="bibl">Id.<span class="title">Synt.</span>200.21</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>97.33</span>; τινος <span class="bibl">Eust.1553.35</span>. Adv. <b class="b3">-γως</b> [[by a slight change]], Plu.2.316a, <span class="bibl">Ath.11.480f</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> [[formed in parody]], ἔπος Numen. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>14.5</span>.</span>
|Definition=παραγωγόν,<br><span class="bld">A</span> [[misleading]], [[deceitful]], ὦ πρόδοτι καὶ παραγωγέ ''Com.Adesp.''595.<br><span class="bld">2</span> [[creative]], Ascl. ''in Metaph.''92.5.<br><span class="bld">II</span> Pass. (proparox.), [[easily movable]], ὀστέα Hp.''Fract.''16 (Comp.).<br><span class="bld">2</span> [[derived from]] another word, opp. [[πρωτότυπος]], D.T.634.21, A.D.''Adv.'' 146.2; ἔκ τινος Id.''Synt.''200.21, ''EM''97.33; τινος Eust.1553.35. Adv. [[παραγώγως]] = [[by a slight change]], Plu.2.316a, Ath.11.480f.<br><span class="bld">b</span> [[formed in parody]], ἔπος Numen. ap. Eus.''PE''14.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui amène, qui introduit, initiateur;<br /><b>2</b> qui égare, qui séduit, trompeur.<br />'''Étymologie:''' [[παράγω]].
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> [[qui amène]], [[qui introduit]], [[initiateur]];<br /><b>2</b> [[qui égare]], [[qui séduit]], [[trompeur]].<br />'''Étymologie:''' [[παράγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό / [[παραγωγός]], -όν, ΝΑ [[παράγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[κάτι]], που καλλιεργεί ή κατασκευάζει ένα [[προϊόν]] («[[χώρα]] [[παραγωγός]] αγροτικών προϊόντων»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[παραγωγός]]<br />α) [[άτομο]] που εργάζεται στην [[παραγωγή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον έμπορο και τον καταναλωτή<br />β) ο [[υπεύθυνος]] για τον οικονομικό και διευθυντικό τομέα της παραγωγής ενός κινηματογραφικού, θεατρικού ή ραδιο-τηλεοπτικού έργου, δηλ. αυτός που έχει τη γενική [[εποπτεία]] της παραγωγής και [[είναι]] [[υπεύθυνος]] για την [[εξεύρεση]] τών οικονομικών πόρων, τη [[μίσθωση]] καλλιτεχνών και τεχνικών και την [[κάλυψη]] όλων τών άλλων εξόδων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρασύρει, που παραπλανεί, που εξαπατά<br /><b>2.</b> [[δημιουργικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραγώγως</i> Α<br /><b>(τροπ.)</b> ([[ιδίως]] για [[γράμμα]] ή [[συλλαβή]]) με μικρή [[μεταβολή]].
|mltxt=-ό / [[παραγωγός]], -όν, ΝΑ [[παράγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[κάτι]], που καλλιεργεί ή κατασκευάζει ένα [[προϊόν]] («[[χώρα]] [[παραγωγός]] αγροτικών προϊόντων»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[παραγωγός]]<br />α) [[άτομο]] που εργάζεται στην [[παραγωγή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον έμπορο και τον καταναλωτή<br />β) ο [[υπεύθυνος]] για τον οικονομικό και διευθυντικό τομέα της παραγωγής ενός κινηματογραφικού, θεατρικού ή ραδιο-τηλεοπτικού έργου, δηλ. αυτός που έχει τη γενική [[εποπτεία]] της παραγωγής και [[είναι]] [[υπεύθυνος]] για την [[εξεύρεση]] τών οικονομικών πόρων, τη [[μίσθωση]] καλλιτεχνών και τεχνικών και την [[κάλυψη]] όλων τών άλλων εξόδων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρασύρει, που παραπλανεί, που εξαπατά<br /><b>2.</b> [[δημιουργικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραγώγως</i> Α<br /><b>(τροπ.)</b> ([[ιδίως]] για [[γράμμα]] ή [[συλλαβή]]) με μικρή [[μεταβολή]].
}}
}}