Anonymous

περίστατος: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peristatos
|Transliteration C=peristatos
|Beta Code=peri/statos
|Beta Code=peri/statos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[surrounded and admired by the crowd]], <span class="bibl">Eup.176</span>, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>7.35</span> ; π. ὑπὸ πάντων <span class="bibl">Isoc.6.95</span>, cf. <span class="bibl">15.269</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">περιστατόν· τὸ ἀνάστατον</b>, Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., [[standing round and wondering]], [[agape]], <b class="b3">π. τὴν κώμην ποιεῖ</b> Theopomp. Com.<span class="bibl">41</span>.</span>
|Definition=περίστατον,<br><span class="bld">A</span> [[surrounded and admired by the crowd]], Eup.176, Iamb.''VP''7.35; π. ὑπὸ πάντων Isoc.6.95, cf. 15.269.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">περιστατόν· τὸ ἀνάστατον</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> Act., [[standing round and wondering]], [[agape]], <b class="b3">π. τὴν κώμην ποιεῖ</b> Theopomp. Com.41.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0593.png Seite 593]] umstanden, umgeben, Sp., bes. von Bewunderern, ὑπὸ πάντων, Isocr. 6, 95.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0593.png Seite 593]] umstanden, umgeben, Sp., bes. von Bewunderern, ὑπὸ πάντων, Isocr. 6, 95.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[autour de qui l'on se tient]], [[qui attire la foule autour de soi]], [[entouré]].<br />'''Étymologie:''' [[περιΐστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''περίστᾰτος:''' окруженный, перен. привлекающий к себе внимание (π. ὑπὸ πάντων Isocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περίστᾰτος''': -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ πλήθους περικυκλούμενος καὶ θαυμαζόμενος, π. ὑπὸ πάντων Ἰσοκρ. 135Ε· πρβλ. π. Ἀντιδόσ. § 288. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ περιιστάμενος καὶ θαυμάζων, περίστατον βοῶσα τὴν κώμην ποιεῖ Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Παμφίλῃ» 2.
|lstext='''περίστᾰτος''': -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ πλήθους περικυκλούμενος καὶ θαυμαζόμενος, π. ὑπὸ πάντων Ἰσοκρ. 135Ε· πρβλ. π. Ἀντιδόσ. § 288. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ περιιστάμενος καὶ θαυμάζων, περίστατον βοῶσα τὴν κώμην ποιεῖ Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Παμφίλῃ» 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />autour de qui l’on se tient, qui attire la foule autour de soi, entouré.<br />'''Étymologie:''' [[περιΐστημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ουδ. και -όν, Α [[περιίστημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το [[πλήθος]] («περίστατοι<br />οἱ περίβλεπτοι, ἐφ' οἷς ἄν τις σταίη βουλόμενος θεᾱσθαι»<br />Λεξ. Ρητ.)<br /><b>2.</b> αυτός που στέκεται σε κύκλο και θαυμάζει («περίστατον βοῶσα τὴν κώμην ποιεῑ», Θεόπ. Κωμ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περιστατόν</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ ἀνάστατον».
|mltxt=-ον, ουδ. και -όν, Α [[περιίστημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το [[πλήθος]] («περίστατοι<br />οἱ περίβλεπτοι, ἐφ' οἷς ἄν τις σταίη βουλόμενος θεᾶσθαι»<br />Λεξ. Ρητ.)<br /><b>2.</b> αυτός που στέκεται σε κύκλο και θαυμάζει («περίστατον βοῶσα τὴν κώμην ποιεῖ», Θεόπ. Κωμ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περιστατόν</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ ἀνάστατον».
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίστᾰτος:''' -ον ([[περιστῆναι]]), αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το [[πλήθος]], σε Ισοκρ.
|lsmtext='''περίστᾰτος:''' -ον ([[περιστῆναι]]), αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το [[πλήθος]], σε Ισοκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''περίστᾰτος:''' окруженный, перен. привлекающий к себе внимание (π. ὑπὸ πάντων Isocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περίστᾰτος, ον, [[περιστῆναι]]<br />surrounded and admired by the [[crowd]], Isocr.
|mdlsjtxt=περίστᾰτος, ον, [[περιστῆναι]]<br />surrounded and admired by the [[crowd]], Isocr.
}}
}}