3,274,216
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ὀπᾱδός | ||
|Medium diacritics=ὀπαδός | |Medium diacritics=ὀπαδός | ||
|Low diacritics=οπαδός | |Low diacritics=οπαδός | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=opados | |Transliteration C=opados | ||
|Beta Code=o)pado/s | |Beta Code=o)pado/s | ||
|Definition=< | |Definition=v. [[ὀπηδός]] ([[attendant]], [[pursuing]], [[following]], [[accompanying]], [[attending]], [[escort]], [[chaperone]], [[male companion]], [[female companion]], [[companion]], [[chaser]], [[pursuer]], [[that accompanies]], [[that follows]], [[that attends]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> [[suivant]], [[suivante]];<br /><b>2</b> qui poursuit, gén..<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἕπομαι]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ᾱ], ion. und ep. [[ὀπηδός]] ([[ὀπάζω]]), <i>[[geleitend]], [[mitgehend]], [[folgend]]</i>, als subst. <i>der [[Begleiter]]</i>; [[ὀπηδός]] τινι, <i>H.h. Merc</i>. 450, und τινός, ἀρετᾶν δεξιωτάταν ὀπαδόν, Pind. <i>N</i>. 3.8; Aesch. <i>Suppl</i>. 1001; βέβακεν [[ὄψις]] οὐ μεθύστερον πτεροῖν ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις, <i>Ag</i>. 414; <i>[[Begleiter]], [[Diener]]</i>, Soph. <i>Trach</i>. 1254; Eur. <i>Hipp</i>. 1151 und [[öfter]]; auch αἱ ὀπαδοί <i>Alc</i>. 134; Soph. nennt auch die [[Artemis]] πυκνοστίκτων ὀπαδὸν ἐλάφων, <i>die [[Verfolgerin]], O.C</i>. 1094 (vgl. [[ὀπάζω]]); auch [[einzeln]] in [[Prosa]], Plat. <i>Phil</i>. 63e, <i>Phaedr</i>. 252c und Sp., wie Luc. <i>Dem. enc</i>. 50; auch σταγὼν [[σπονδῖτις]] ὀπηδὸς θυέεσσι, Gaetul. 3 (VI.190). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀπᾱδός:''' эп.-ион. [[ὀπηδός]] ὁ и ἡ<br /><b class="num">1</b> [[спутник]] или [[спутница]] (τινος и τινι Anth., Trag., Plat.): νυκτὸς ὀπαδοί Theocr. (звезды) спутницы ночи;<br /><b class="num">2</b> [[проводник]], [[провожатый]] или [[проводница]], [[провожатая]] (τέκνων Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[слуга]] или [[служанка]] Trag.;<br /><b class="num">4</b> [[преследователь]], [[преследовательница]] (ἐλάφων Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀπᾱδός''': -όν, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἰων. ὀπηδός, ([[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἄν καὶ δυνάμεθα νὰ εἰκάσωμεν αὐτὸ ἐν τοῦ ῥήμ. ὀπηδέω), πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 26, Λοβ. εἰς Φρύν. 431. - Ὁ συνοδεύων τινά, συμπορευόμενος, [[σύντροφος]], (πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν [[ὀπάων]]), Σοφ.Τρ. 1264, Εὐρ. Ἄλκ. 137· ἐπὶ σωματοφυλάκων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 985· | |lstext='''ὀπᾱδός''': -όν, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἰων. ὀπηδός, ([[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἄν καὶ δυνάμεθα νὰ εἰκάσωμεν αὐτὸ ἐν τοῦ ῥήμ. ὀπηδέω), πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 26, Λοβ. εἰς Φρύν. 431. - Ὁ συνοδεύων τινά, συμπορευόμενος, [[σύντροφος]], (πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν [[ὀπάων]]), Σοφ.Τρ. 1264, Εὐρ. Ἄλκ. 137· ἐπὶ σωματοφυλάκων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 985· μετὰ γεν., Πάν, Ματρὸς μεγάλας ὀπαδὸς Πινδ. Ἀποσπ. 63· ἀοιδὰ στεφάνων ἀρετᾶν τε .. ὀπ. ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 13· τέκνων ὀπ., ἐπὶ παιδαγωγοῦ Εὐρ. Μήδ. 53· πυκνοστίκτων ὀπ. ἐλάφων, ἡ καταδιώκουσα αὐτάς, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Σοφ. Ο. Κ. 1095· ἀστέρες ... νυκτὸς ὀπ. Θεόκρ. 2. 166. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μετὰ δοτ., ὁ [[ἀκόλουθος]], συνοδεύων τινὰ καὶ ὑπηρετῶν, [[θεράπων]], ἐγὼ Μούσῃσιν ὀπηδὸς Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 450· πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις, μὲ πτέρυγας ἀκολουθούσας τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου ([[ἔνθα]] ὁ Dobree προέτεινε τὴν γραφὴν ὀπαδοῦσ’, ἀκολουθοῦσα διὰ τῆς πτήσεως τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου), Αἰσχύλ. Ἀγ. 426· σταγόνα σπονδῖτιν, θυέεσσιν ὀπηδὸν Ἀνθ. Π. 6. 190. Λέξ. ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ, 252C, Φιλήβῳ 63Ε, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε [[ὀπάζω]]). | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ὀπᾱδός</b> (ὁ. ἡ.) | |sltr=<b>ὀπᾱδός</b> (ὁ. ἡ.) [[attendant]] Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (''[[sc.]]'' ὦ [[Πάν]]) fr. 95. 3. ]ὀπαδὸν ως[ ?fr. 335. 7. met., ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν (N. 3.8) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (Α [[ὀπαδός]], ιων. τ. [[ὀπηδός]])<br />αυτός που συμπορεύεται, [[συνοδοιπόρος]], [[ακόλουθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, [[θιασώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωματοφύλακας]] («ἐμοὶ δ' ὀπαδοὺς τούσδε καὶ δορυσσόους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που συνοδεύει και υπηρετεί κάποιον, [[θεράπων]] ( | |mltxt=ο, η (Α [[ὀπαδός]], ιων. τ. [[ὀπηδός]])<br />αυτός που συμπορεύεται, [[συνοδοιπόρος]], [[ακόλουθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, [[θιασώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωματοφύλακας]] («ἐμοὶ δ' ὀπαδοὺς τούσδε καὶ δορυσσόους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που συνοδεύει και υπηρετεί κάποιον, [[θεράπων]] («πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τέκνων [[ὀπαδός]]» — [[παιδαγωγός]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[οπάζω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀπᾱδός:''' -όν, Δωρ. και Αττ. αντί Ιων. [[ὀπηδός]],<br /><b class="num">I.</b> [[ακόλουθος]], [[σύντροφος]], [[υπηρέτης]], σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., ἀοιδὰ στεφάνων [[ὀπαδός]], σε Πίνδ.· <i>πυκνοστίκτων ὀπαδὸς ἐλάφων</i>, αυτή που τα καταδίωκε, λέγεται για την Άρτεμη, σε Σοφ.· <i>ἀστέρες νυκτὸς ὀπαδοί</i>, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., συνοδευτικός, [[υπηρετικός]], με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''ὀπᾱδός:''' -όν, Δωρ. και Αττ. αντί Ιων. [[ὀπηδός]],<br /><b class="num">I.</b> [[ακόλουθος]], [[σύντροφος]], [[υπηρέτης]], σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., ἀοιδὰ στεφάνων [[ὀπαδός]], σε Πίνδ.· <i>πυκνοστίκτων ὀπαδὸς ἐλάφων</i>, αυτή που τα καταδίωκε, λέγεται για την Άρτεμη, σε Σοφ.· <i>ἀστέρες νυκτὸς ὀπαδοί</i>, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., συνοδευτικός, [[υπηρετικός]], με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=(see also: [[ὀπηδός]]) [[attendant]], [[squire]], [[attendant on a knight]] | |woodrun=(see also: [[ὀπηδός]]) [[attendant]], [[squire]], [[attendant on a knight]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[ὀπάζω]] (=[[συνοδεύω]]) πού παράγεται ἀπό τό [[ἕπομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |