Anonymous

ὄτλος: Difference between revisions

From LSJ
160 bytes removed ,  25 August 2023
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=otlos
|Transliteration C=otlos
|Beta Code=o)/tlos
|Beta Code=o)/tlos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[suffering]], [[distress]], [[arising from]] a thing, παιδείας ὄτλον <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span>18</span>; νυμφείων ὄτλον <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>7</span> (as the Sch., though the Ms. gives [[ὄκνον]]). (<b class="b3">ὄτλος, ὀτλέω, ὀτλήμων</b> seem to be cogn. with <b class="b3">τάλας, τλῆναι, τλήμων</b>.)</span>
|Definition=ὁ, [[suffering]], [[distress]], [[arising from]] a thing, παιδείας ὄτλον A. ''Th.''18; νυμφείων ὄτλον S.''Tr.''7 (as the Sch., though the Ms. gives [[ὄκνον]]). ([[ὄτλος]], [[ὀτλέω]], [[ὀτλήμων]] seem to be cogn. with [[τάλας]], [[τλῆναι]], [[τλήμων]].)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] ὁ (wohl mit τλῆναι zusammenhangend), Leid, Drangsal, Elend, VLL. erkl. [[μόχθος]], [[κακοπάθεια]]; ἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον, Aesch. Spt. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] ὁ (wohl mit τλῆναι zusammenhangend), Leid, Drangsal, Elend, VLL. erkl. [[μόχθος]], [[κακοπάθεια]]; ἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον, Aesch. Spt. 18.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[douleur]], [[peine]], [[mal]].<br />'''Étymologie:''' ὀ- prosth. et R. Ταλ, supporter ; cf. [[τλάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄτλος:''' ὁ [[τλῆναι]] страдание, мучение, тягость Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄτλος''': ὁ, [[πάθημα]], κακοπραγία προερχομένη ἔκ τινος πράγματος, [[κακοπάθεια]], παιδείας ὄτλον Αἰσχύλ. Θήβ. 18· νυμφείων ὄτλον Σοφ. Τρ. 7 (κατὰ τὸν Σχολ., ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσιν ὄκνον, ταύτην δὲ τὴν γραφὴν διετήρησεν ὁ Jebb ἐν τῷ κειμένῳ ὡς [[μᾶλλον]] προσήκουσαν). ([[ὄτλος]], [[ὀτλέω]], [[ὀτλήμων]] φαίνεται ὅτι ἐσχηματίσθησαν ἐκ τῆς √ΤΑΛ, [[τάλας]], τλῆναι, [[τλήμων]], [[μετὰ]] τοῦ εὐφωνικοῦ ο ἀκριβῶς ὡς τὰ ἄτλας, [[ἄθλιος]], παράγεται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης [[μετὰ]] τοῦ α εὐφων.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄτλος]]. [[μόχθος]]».
|lstext='''ὄτλος''': ὁ, [[πάθημα]], κακοπραγία προερχομένη ἔκ τινος πράγματος, [[κακοπάθεια]], παιδείας ὄτλον Αἰσχύλ. Θήβ. 18· νυμφείων ὄτλον Σοφ. Τρ. 7 (κατὰ τὸν Σχολ., ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσιν ὄκνον, ταύτην δὲ τὴν γραφὴν διετήρησεν ὁ Jebb ἐν τῷ κειμένῳ ὡς [[μᾶλλον]] προσήκουσαν). ([[ὄτλος]], [[ὀτλέω]], [[ὀτλήμων]] φαίνεται ὅτι ἐσχηματίσθησαν ἐκ τῆς √ΤΑΛ, [[τάλας]], τλῆναι, [[τλήμων]], μετὰ τοῦ εὐφωνικοῦ ο ἀκριβῶς ὡς τὰ ἄτλας, [[ἄθλιος]], παράγεται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης μετὰ τοῦ α εὐφων.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄτλος]]. [[μόχθος]]».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />douleur, peine, mal.<br />'''Étymologie:''' ὀ- prosth. et R. Ταλ, supporter ; cf. [[τλάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄτλος:''' ὁ, [[επιβάρυνση]], [[ταλαιπωρία]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὄτλος:''' ὁ, [[επιβάρυνση]], [[ταλαιπωρία]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄτλος:''' ὁ [[τλῆναι]] страдание, мучение, тягость Aesch.
}}
}}
{{etym
{{etym