Anonymous

ἐχέτλιον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(ἔχω)" to "(ἔχω)"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(ἔχω)" to "(ἔχω)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχέτλιον''': τό, (ἔχω) ἐχετλίου ἐξαναδῦσαι Νικ. Θηρ. 825, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «[[τόπος]] τοῦ πλοίου [[ὅπου]] τοὺς ἰχθῦς τιθέασι καὶ συλλέγουσιν, ἢ ὁ [[ζῶγρος]] καὶ τὸ βιβάριον [[ἐχέτλιον]] λέγεται».
|lstext='''ἐχέτλιον''': τό, ([[ἔχω]]) ἐχετλίου ἐξαναδῦσαι Νικ. Θηρ. 825, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «[[τόπος]] τοῦ πλοίου [[ὅπου]] τοὺς ἰχθῦς τιθέασι καὶ συλλέγουσιν, ἢ ὁ [[ζῶγρος]] καὶ τὸ βιβάριον [[ἐχέτλιον]] λέγεται».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχέτλιον]], τὸ (Α) [[εχέτλη]]<br /><b>1.</b> το άντλον (ή [[άντλος]]) του πλοίου, δηλ. το εσωτερικό [[κοίλο]] του πλοίου, όπου συρρέει το θαλάσσιο [[νερό]] που εισέρχεται από τις ρωγμές<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[νερό]] που συγκεντρώνεται στον πυθμένα του πλοίου.
|mltxt=[[ἐχέτλιον]], τὸ (Α) [[εχέτλη]]<br /><b>1.</b> το άντλον (ή [[άντλος]]) του πλοίου, δηλ. το εσωτερικό [[κοίλο]] του πλοίου, όπου συρρέει το θαλάσσιο [[νερό]] που εισέρχεται από τις ρωγμές<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[νερό]] που συγκεντρώνεται στον πυθμένα του πλοίου.
}}
}}