Anonymous

ἡμιόλιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<sup>1</sup>/<sub>2</sub>" to "½"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<sup>1</sup>/<sub>2</sub>" to "½")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ο (Α [[ἡμιόλιος]] και δωρ. τ. ἁμιόλιος, -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί [[πλέον]], ο ενάμισυς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημιόλιο</i>(<i>ν</i>)<br />ήμισυ επί [[πλέον]], [[δηλαδή]] ενάμισυ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ήμιολία</i><br /><b>ναυτ.</b> ιστιοφόρο [[πλοίο]] με δύο κατάρτια τα οποία κλίνουν [[ελαφρά]] [[προς]] την [[πρύμνη]], [[γολέτα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημιόλιο</i><br /><b>ναυτ.</b> [[είδος]] τραπεζοειδούς ιστίου<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ημιόλια</i><br /><b>μουσ.</b> οι ομάδες τών μαύρων φθόγγων που παρεμβάλλονται [[μεταξύ]] τών διάκενων ([[λευκών]]) φθόγγων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ημιόλια [[ιστία]]»<br /><b>ναυτ.</b> τετράπλευρα [[ιστία]] που αναδένονται [[πάνω]] σε [[κέρας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἡμιολία]]<br />ο [[λόγος]] του ενός και μισού [[προς]] το ένα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἡμιολία]] ναῡς» — [[πλοίο]] ελαφρό που έχει [[μιάμιση]] [[σειρά]] κουπιών<br />β) «[[τροχαϊκός]] [[ἡμιόλιος]]» — [[τροχαϊκός]] [[στίχος]] που περιέχει ενάμισυ [[μέτρο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡμιολίως</i> (Α)<br />[[κατά]] τρόπο ημιόλιο, [[κατά]] λόγο 1<sup>1</sup>/<sub>2</sub>:1.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>όλος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>εφημι</i>-<i>όλιος</i>].
|mltxt=-ία, -ο (Α [[ἡμιόλιος]] και δωρ. τ. ἁμιόλιος, -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί [[πλέον]], ο ενάμισυς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημιόλιο</i>(<i>ν</i>)<br />ήμισυ επί [[πλέον]], [[δηλαδή]] ενάμισυ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ήμιολία</i><br /><b>ναυτ.</b> ιστιοφόρο [[πλοίο]] με δύο κατάρτια τα οποία κλίνουν [[ελαφρά]] [[προς]] την [[πρύμνη]], [[γολέτα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημιόλιο</i><br /><b>ναυτ.</b> [[είδος]] τραπεζοειδούς ιστίου<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ημιόλια</i><br /><b>μουσ.</b> οι ομάδες τών μαύρων φθόγγων που παρεμβάλλονται [[μεταξύ]] τών διάκενων ([[λευκών]]) φθόγγων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ημιόλια [[ιστία]]»<br /><b>ναυτ.</b> τετράπλευρα [[ιστία]] που αναδένονται [[πάνω]] σε [[κέρας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἡμιολία]]<br />ο [[λόγος]] του ενός και μισού [[προς]] το ένα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἡμιολία]] ναῡς» — [[πλοίο]] ελαφρό που έχει [[μιάμιση]] [[σειρά]] κουπιών<br />β) «[[τροχαϊκός]] [[ἡμιόλιος]]» — [[τροχαϊκός]] [[στίχος]] που περιέχει ενάμισυ [[μέτρο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡμιολίως</i> (Α)<br />[[κατά]] τρόπο ημιόλιο, [[κατά]] λόγο :1.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>όλος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>εφημι</i>-<i>όλιος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm