3,277,300
edits
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ˙ πρκμ. -βέβληκα˙ Ἰωνικ. ἀόρ. β’ προβάλεσκον˙ ― ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸν ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀόρ. [[ἄνευ]] αὐξήσ., ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς, «σπρώχνω», Νότος Βορέῃ προβάλεσκε | |lstext='''προβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ˙ πρκμ. -βέβληκα˙ Ἰωνικ. ἀόρ. β’ προβάλεσκον˙ ― ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸν ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀόρ. [[ἄνευ]] αὐξήσ., ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς, «σπρώχνω», Νότος Βορέῃ προβάλεσκε ([[σχεδίην]]) φέρεσθαι, ὁ Νότος ὠθεῖ πρὸς τὸν Βορρᾶν (τὴν σχεδίαν) ἵνα φέρηται ὑπὸ τῆς πνοῆς [[αὐτοῦ]], Ὀδ. Ε. 331: [[ῥίπτω]] τι εἴς τινα, τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε, τοὺς μαστοὺς ἔρριψεν εἰς τοὺς κύνας, Ἡρόδ. 9. 112, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 28˙ [[τρωγάλια]] τοῖς θεωμένοις Ἀριστοφ. Πλ. 798˙ πρ. πυροὺς ὀλίγους ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 625˙ πρ. τινὰ ταῖς Νύμφαις Πλάτ. Φαῖδρ. 241Ε˙ πρβλ. [[παραβάλλω]] Ι. 1. ΙΙ. [[προβάλλω]], [[προτείνω]] πρὸς ἄμυναν, πρ. [[πρόβλημα]] (σημασ. ΙΙ), Πλάτ. Σοφιστ. 261Α˙ ἀντίθετον τῷ [[συστέλλω]], Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 17, 2˙ [[ἄμφω]] τὰ δεξιὰ προβεβληκώς, ἐπὶ ἵππου, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 4, 6˙ οὕτω, τὰ ἀριστερὰ προβάλλονται ὁ αὐτ. π. Ζ. Πορείας 4, 9˙ πρβλ. [[προβολή]]. 2) [[ἐγείρω]], ἔριδα προβαλόντες Ἰλ. Λ. 529. 3) θέτω ἐμπρός, [[προτείνω]] ὡς [[ἐπιχείρημα]] πρὸς ὑπεράσπισιν ἢ ὡς δικαιολογίαν, πρ. Θέμιν, Σοφ. Τρ. 810˙ Κύπριν Εὐρ. Ἑκ. 825˙ [[τοὔνομα]] τὸ τῆς εἰρήνης Δημ. 112. 26˙ ἀπορίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 11˙ ― Παθητ., τὸν ὑφ’ ἁπάντων προβαλλόμενον λόγον Θουκ. 6. 92˙ ἴδε ἐν λέξ. [[ἐνθυμία]]. 4) [[προτείνω]], προβλ. λειτουργεῖν γυμνασίαρχον Ἀνδοκ. 17. 19˙ πρόβαλλ’ αὐτὸν ἐς τὸ [[μέσον]] Λουκ. Κατάπλ. 25. 5) [[προτείνω]] ἐρώτησιν, [[ἔργον]], [[πρόβλημα]], [[αἴνιγμα]] (πρβλ. [[πρόβλημα]] IV), Ἀριστοφ. Νεφ. 757, Πλάτ. Πολ. 536D, Χαρμ. 162Β˙ πρ. αἵρεσιν χαλεπὴν ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 245Β, πρβλ. Φίληβ. 62D, κ. ἀλλ. 6) [[προβάλλω]], [[προεκτείνω]] [[πέραν]] τινός, [[κάρα]] προβάλλων ἱππικῶν ὀχημάτων Σοφ. Ἠλ. 740˙ τῶν ὀδόντων τὴν γλῶτταν Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 7. ΙΙΙ. [[πίπτω]] εἰς ἀπόγνωσιν, εἰς ἀπελπισμόν, ἢ κατὰ τὸν Schweighäuser [[πίπτω]] ἐπὶ τοῦ ἐδάφους [[πρηνής]], Ἡρόδ. 7. 141˙ ἔοικ’ ἐμαυτὸν εἰς ἀρὰς δεινὰς προβάλλων, ἐκθέτων, Σοφ. Ο. Τ. 745˙ [[ὡσαύτως]], εἰς κίνδυνον [[ἐμβάλλω]], ῥιψοκινδυνεύω, ψυχὴν πρ. ἐν κύβοισι δαίμονος Εὐρ. Ρῆσ. 183. IV. [[ἐκπέμπω]], προβάλλει δὲ κατὰ τὸ [[φθινόπωρον]] τὰ φύλλα τράγου ὀσμὴν Διοσκ. 4. 50˙ τὴν φωνὴν ὀξεῖαν πρ. Διόδ. 3. 8˙ ἦχον τραχὺν ὁ αὐτ. 5. 30, κτλ.˙ [[παράγω]], καρπὸν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 19. V. ἀμεταβ., [[πίπτω]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 487. Β. Μέσ. [[μετὰ]] παθητ. πρκμ. ([[ὅστις]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ παθ. σημασίας, ἴδε κατωτ.)˙ ― [[ῥίπτω]] ἐνώπιόν τινος ἢ [[προχέω]], αὐτὰρ [[ἐπεὶ]] ῥ’ εὔξαντο καὶ οὐλοχύτας προβάλοντο Ἰλ. Α. 458. Β. 421, Ὀδ. Γ. 447˙ ― [[ἐντεῦθεν]] ἀκολούθως, [[ῥίπτω]] ἔξω εἰς [[μέρος]] τι, ἐκθέτω, νοεῖς ἄγειν ἀπ’ ἀκτῆς τῆσδε ἐν ᾗ με προὐβάλου ἄφιλον ἔρημον ἄπολιν ἐν ζῶσιν νεκρὸν Σοφ. Φιλ. 1007. 2) βάλλω πρότερον, θεμείλιά τε προβάλοντο Ἰλ. Ψ. 255. 3) [[προβάλλω]] εἰς ἐμαυτόν, ποιοῦμαι ἀρχὴν ἔργου τινός, [[ἔργον]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 777. 4) [[προτείνω]] εἰς ἐκλογήν, Λατ. designare, Ἡρόδ. 1. 98, Πλάτ. Νόμ. 755C κἑξ., Ἱσαῖ. 54. 12, Ξεν., κλπ.˙ προβαλλόμενος ἑαυτὸν Δημ. 519. 16. ― Παθ., προτείνομαι εἰς ἐκλογήν, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Νόμ., ἔνθ’ ἀνωτ., κλπ.˙ προβληθεὶς Πυλάγορος [[οὗτος]] Δημ. 277. 2˙ ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. 4. ΙΙ. [[ῥίπτω]] [[πέραν]] ἄλλου τινός, νικῶ ἐν τῷ βάλλειν, [[ὅθεν]] ὑπερτερῶ, [[ὑπερβαίνω]], [[ὑπερβάλλω]], [[μετὰ]] γεν. προσώπ. καὶ δοτ. πράγματ., ἐγὼ δέ κε [[σεῖο]] νοήματί γε προβαλοίμην Ἰλ. Τ. 218. ΙΙΙ. πρατείνω ἢ κρατῶ τι ἐμπρός μου πρὸς ἄμυναν, ἴτυν Τυρταῖ. 12. 3˙ Πηλείδᾳ κατ’ [[ὄμμα]] πέλταν Εὐρ. Ρῆσ. 371˙ τὼ χεῖρε Ἀριστοφ. Βάτρ. 201˙ πρ. τὰ ὅπλα, [[προτείνω]] τὰ ὅπλα [[εἴτε]] πρὸς ἐπίθεσιν [[εἴτε]] πρὸς ἄμυναν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεταβάλλεσθαι (πρβλ. προβολὴ Ι)˙ τὴν φάλαγγα ἐκέλευσε προβαλέσθαι τὰ ὅπλα καὶ ἐπιχωρῆσαι Ξεν. Ἀν. 1. 2, 17, πρβλ. 6. 5, 16, Ἀπομν. 3. 8, 4˙ ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ. σάρισ[σ]αν προβεβλημένος, ἔχων προτεταμένον τὸ [[μακρόν]] του [[δόρυ]], Διόδ. 17. 101˙ εἰκοσάπηχύν τινα κοντόν προβεβλ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 4˙ [[ὡσαύτως]], προβεβλημένοι τοὺς θωρακοφόρους, ἔχοντες αὐτοὺς πρὸ ἑαυτῶν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 24˙ [[ὡσαύτως]], πρ. τὴν τάφρον, τὸ [[ῥεῖθρον]], τὸν ποταμόν, ἐπὶ στρατηγῶν, Πολύβ. 1. 18, 3, κτλ˙ πρ. τῆς... στρατοπεδείας [[τεῖχος]] ὁ αὐτ. 1. 48, 10, κτλ.˙ ― ἀκολούθως ἀπολ., ἵσταμαι ἐμπρός τινος πρὸς ὑπεράσπισιν, πρὸ ἀμφοῖν προβεβλημένος, ἱστάμενος [[οὕτως]] [[ὥστε]] ἀμφοτέρους νὰ προασπίζῃ, Ξεν. Ἀναβ. 4 2, 21˙ καὶ [[μετὰ]] γεν., τούτου προβέβληται Δημ. 560. 2˙ προβάλλεσθαι ἢ [[ἐναντίον]] βλέπειν οὔτ’ οἶδεν οὔτ’ ἐθέλει ὁ αὐτ. 51. 27˙ [[προαίρεσις]] προβεβλημένη, [[σύστημα]] ἀμύνης, ὁ αὐτ. 349. 15. 2) μεταφορ., [[προβάλλω]], [[προτάσσω]], [[προτείνω]], τὴν ἀγαθὴν προβαλλόμενος ἐλπίδα Δημ. 258. 23˙ ταύτην τὴν συμμαχίαν ὁ αὐτ. 293. 20˙ τὴν Εὔβοιαν προβαλέσθαι πρὸ τῆς Ἀττικῆς ὁ αὐτ. 326. 9, πρβλ. 325. 27, Ἰσοκρ. 107Β˙ τι πρὸ τῆς αἰσχύνης Αἰσχίν. 55. 24. β) [[φέρω]], [[προβάλλω]] τινὰ πρὸς ὑπεράσπισίν μου, τὸν Ὅμηρον δοκεῖ μοι χρῆναι προβάλλεσθαι Πλάτ. Λάχ. 201Β˙ πρ. μάρτυρας Ἰσαῖ. 63. 13, κτλ.˙ καὶ [[οὕτως]] ὁ προβαλόμενος, ὁ προσαγαγὼν μαρτυρίαν, Νόμ. παρὰ Δημ. 1132. 5˙ [[προβάλλω]] ἢ [[μνημονεύω]] ὡς [[παράδειγμα]], [[ἔθνος]] οὐδὲν ἔχομεν προβαλέσθαι σοφίης πέρι Ἡρόδ. 4. 46˙ ― μεταχειρίζομαι ὡς δικαιολογίαν ἢ πρόφασιν, Θουκ. 2. 87, κτλ.˙ προβέβληνται (ἐν μέσῃ σημασίᾳ), ἔχουσι προτείνῃ, ὁ αὐτ. 1. 37. 3) [[ἁπλῶς]], βάλλω τι ἐνώπιόν τινος, τί τινος Πολυβ. 3. 72, 9., 113. 6. IV. ὡς Ἀττ. νομικὸς ὅρος, κατηγορῶ τινα ἐνώπιον τῆς ἐκκλησίας διὰ τῆς ἀγωγῆς ἥτις ἐκαλεῖτο προβολὴ (ἴδε προβολὴ V), [[κυρίως]] παρουσιάζω τινὰ ὡς ἔνοχον τοῦ ἐγκλήματος, προὐβαλόμην ἀδικεῖν τοῦτον περὶ τὴν ἑορτὴν Δημ. 514. 6 (πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξ. παραβαλλομένους)˙ πρ. τινά τι 523. 21˙ τινα μόνον, 571. 16˙ ὁ προβαλλόμενος, ὁ [[κατήγορος]] ἐν προβολῇ, 572. 15. ― Παθ., κατηγοροῦμαι, προὐβλήθησαν Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 35˙ [[καθόλου]], [[προσβάλλω]], ἐπιπλήττω, ἐπιτιμῶ, Διον. Ἁλ. 4. 24, κτλ., ἴδε Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 257Ε. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[βάλλω]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]], [[απλώνω]] [[κάτι]] [[εμπρός]], [[εκτείνω]] ή [[ρίχνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] (α. «πρόβαλε το [[κεφάλι]] της από το [[παράθυρο]] και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) [[προτείνω]] ως [[επιχείρημα]] για [[υπεράσπιση]], [[δικαιολογία]] ή [[πρόφαση]] (α. «προέβαλε ισχυρό [[άλλοθι]]» β. «[[τοὔνομα]] μὲν τὸ τῆς εἰρήνης ὑμῑν προβάλλει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] («πρόβαλες της ψυχής [[φεγγάρι]] εσύ», Παλαμ.)<br /><b>2.</b> [[δείχνω]] με [[προβολή]] ταινίες ή εικόνες (α. «οι κινηματογράφοι θα προβάλουν ένα αξιόλογο [[έργο]] αυτή την [[εβδομάδα]]»)<br />β. «θα προβληθούν διαφάνειες από την [[εκδρομή]]»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] σε [[αντιπαράθεση]] με άλλα, [[αντιπαραθέτω]] («μόνον όταν προέβαλε τα επιχειρήματά του κατόρθωσε να μέ [[πείσει]]»)<br />θ) [[θέτω]] («αν δεν γίνουν δεκτές οι προτάσεις της, η [[Ελλάδα]] θα προβάλει [[βέτο]]» <br />γ) [[παρουσιάζω]], [[επιδεικνύω]] κάποιον ή [[κάτι]] για να το(ν) προσέξουν (α. «η [[Ελλάδα]] προβάλλει [[κυρίως]] τα γεωργικά της προϊόντα» β. «το μόνο που ξέρει [[είναι]] να προβάλλει τον εαυτό της»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ενεργ. και μέσ.)<br /><b>1.</b> [[δημιουργώ]] («ὁ [[θεός]]... [[μέλλων]] τὴν λογικὴν πᾱσαν προβάλλεσθαι κτίσιν», Ευσ.)<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] μου για [[άμυνα]] ή [[προστασία]] («σὲ [[ὅπλον]] ἀρραγὲς κατ' ἐχθρῶν προβαλλόμεθα», Μηναί.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προτείνω]], [[υποδεικνύω]] κάποιον για ένα [[αξίωμα]] («λητουργεῑν προβάλλεσθαι γυμνασίαρχον», Ανδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ωθώ, [[σπρώχνω]] [[μπροστά]] («Νότος Βορέη προβάλεσκε | |mltxt=ΝΜΑ [[βάλλω]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]], [[απλώνω]] [[κάτι]] [[εμπρός]], [[εκτείνω]] ή [[ρίχνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] (α. «πρόβαλε το [[κεφάλι]] της από το [[παράθυρο]] και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) [[προτείνω]] ως [[επιχείρημα]] για [[υπεράσπιση]], [[δικαιολογία]] ή [[πρόφαση]] (α. «προέβαλε ισχυρό [[άλλοθι]]» β. «[[τοὔνομα]] μὲν τὸ τῆς εἰρήνης ὑμῑν προβάλλει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] («πρόβαλες της ψυχής [[φεγγάρι]] εσύ», Παλαμ.)<br /><b>2.</b> [[δείχνω]] με [[προβολή]] ταινίες ή εικόνες (α. «οι κινηματογράφοι θα προβάλουν ένα αξιόλογο [[έργο]] αυτή την [[εβδομάδα]]»)<br />β. «θα προβληθούν διαφάνειες από την [[εκδρομή]]»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] σε [[αντιπαράθεση]] με άλλα, [[αντιπαραθέτω]] («μόνον όταν προέβαλε τα επιχειρήματά του κατόρθωσε να μέ [[πείσει]]»)<br />θ) [[θέτω]] («αν δεν γίνουν δεκτές οι προτάσεις της, η [[Ελλάδα]] θα προβάλει [[βέτο]]» <br />γ) [[παρουσιάζω]], [[επιδεικνύω]] κάποιον ή [[κάτι]] για να το(ν) προσέξουν (α. «η [[Ελλάδα]] προβάλλει [[κυρίως]] τα γεωργικά της προϊόντα» β. «το μόνο που ξέρει [[είναι]] να προβάλλει τον εαυτό της»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ενεργ. και μέσ.)<br /><b>1.</b> [[δημιουργώ]] («ὁ [[θεός]]... [[μέλλων]] τὴν λογικὴν πᾱσαν προβάλλεσθαι κτίσιν», Ευσ.)<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] μου για [[άμυνα]] ή [[προστασία]] («σὲ [[ὅπλον]] ἀρραγὲς κατ' ἐχθρῶν προβαλλόμεθα», Μηναί.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προτείνω]], [[υποδεικνύω]] κάποιον για ένα [[αξίωμα]] («λητουργεῑν προβάλλεσθαι γυμνασίαρχον», Ανδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ωθώ, [[σπρώχνω]] [[μπροστά]] («Νότος Βορέη προβάλεσκε ([[σχεδίην]]) φέρεσθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμφανίζω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>3.</b> [[βγάζω]], [[εκτείνω]] [[κάτι]] έξω από [[κάτι]] [[άλλο]] («τῶν ὀδόντων τὴν γλῶτταν προβάλλειν», Αρετ.)<br /><b>4.</b> [[εκπέμπω]], [[αναδίδω]]<br /><b>5.</b> [[εκβάλλω]] («ἦχον τραχύν προβάλλειν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αποβάλλω]]<br /><b>7.</b> [[παράγω]] («προβάλλειν καρπόν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>8.</b> [[βάζω]] σε κίνδυνο, [[ριψοκινδυνεύω]] («ψυχὴν προβάλλειν ἐν κύβοισι δαίμονος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> [[εγείρω]], [[διεγείρω]] («ἔριδα προβαλόντες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>10.</b> (ως αμτβ.) α) [[πέφτω]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br />β) [[πέφτω]] με το [[πρόσωπο]] στο [[έδαφος]], [[μπρούμυτα]]<br />γ) <b>μτφ.</b> [[περιέρχομαι]] σε [[απόγνωση]], [[απελπισία]]<br /><b>11.</b> (το ενεργ. και το μέσ.) [[θέτω]] [[ερώτηση]], [[πρόβλημα]], [[αίνιγμα]] ή [[μνημονεύω]] [[κάτι]] ως [[παράδειγμα]] («πρόβαλε σαυτῷ τί ἂν ἐποίησεν ἐν τούτῳ [[Σωκράτης]]», Επίκτ.)<br /><b>12.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προβάλλομαι</i><br />α) [[χρησιμοποιώ]] κάποιον [[προς]] υπεράσπισή μου («τὸν Ὅμηρον δοκεῑ μοι χρῆναι προβάλλεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[θέτω]] [[κάτι]] ενώπιον κάποιου<br />γ) εκπηγαζω, [[εκπορεύομαι]] («αἱ τῶν θεῶν δυνάμεις προβεβλημέναι τῶν πρώτων», Πρόκλ.)<br />δ) [[ρίχνω]] [[κάτι]] ενώπιον κάποιου<br />ε) [[ρίχνω]] έξω, [[εκθέτω]] («νοεῑς ἄγειν ἀπ' ἀκτῆς τῆσδε ἐν ᾗ με προυβάλον ἄφιλον, ἔρημον», <b>Σοφ.</b>)<br />στ) [[βάζω]] [[κάτι]] από [[πριν]] («θεμείλιά τε προβάλοντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ζ) [[αρχίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />η) [[ξεπερνώ]], [[νικώ]] κάποιον στις ρίψεις<br />θ) [[υπερτερώ]], [[υπερβαίνω]] («ἐγὼ δέ κε σεῑο νοήματί γε προβαλοίμην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ι) (ως όρος του αττ. δικαίου) [[κατηγορώ]] κάποιον ενώπιον της εκκλησίας του δήμου με [[αγωγή]] η οποία ονομαζόταν [[προβολή]] και, [[κυρίως]], [[παρουσιάζω]] κάποιον ως ένοχο εγκλήματος<br />ια) [[προσβάλλω]], [[επιπλήττω]], [[επιτιμώ]]<br />ιβ) [[προτείνω]] κάποιον να εκλεγεί<br /><b>13.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ προβαλλόμενος</i><br />α) αυτός που προσκόμισε [[μαρτυρία]], αποδεκτικά στοιχεία<br />β) (αττ. δίκ.) ο [[κατήγορος]] [[κατά]] τη [[διαδικασία]] της προβολής<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «προβάλλομαι τὰ ὅπλα» — [[προτείνω]] τα όπλα [[είτε]] για [[επίθεση]] [[είτε]] για [[άμυνα]]<br />β) «[[προαίρεσις]] τῆς πολιτείας προβεβλημένη» — [[σύστημα]] άμυνας. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |