Anonymous

δεινός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  10 January 2021
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)"
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δεινός''': -ή, -όν, (ἐκ τοῦ [[δέος]], [[κυρίως]] δεεινός, πρβλ. ἐλεεινὸς ἐκ τοῦ [[ἔλεος]])· ― [[φοβερός]], [[τρομερός]], [[φρικτός]], [[σκληρός]], [[ἄγριος]]· αὕτη [[εἶναι]] ἡ [[κυρία]] [[σημασία]] παρ᾿ Ὁμ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, [[θεός]], [[Χάρυβδις]], [[κλαγγή]], ὅπλα, κτλ.· [[συχνάκις]] καὶ ἐπὶ τῆς κραυγῆς τῆς μάχης καὶ τῶν τοιούτων, δεινὸν ἀϋτεῖν, βροντᾶν, κράζειν, φωνάζειν, βροντᾶν φοβερῶς, φρικτῶς, Ἰλ.· δεινὸν δέρκεσθαι, παπταίνειν, φοβερὰ βλέπειν, περιβλέπειν, Ὅμ.· δεινὰ ἰδὼν Ἰλ. Ο. 13· ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]], δεινὸς ἰδέσθαι, φοβερὸς νὰ τὸν ἴδῃ τις. Ὀδ. Χ. 405· δεινὸς μὲν ὁρᾶν, δ. δὲ κλύειν Σοφ. Ο, Κ. 141· δεινὸν τῳ ἀκοῦσαι Θουκ. 1.122· δεινὴ παρὰ τοῖς εἰδόσιν ἡ [[[βάσανος]]] Ἀνδροκ. 5. 13· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἠπιωτέρας ἐννοίας, [[σεβαστός]], [[σεπτός]], δεινή τε καὶ αἰδοίῃ θεὸς Ἰλ. Σ. 394, πρβλ. Γ. 172, Ὀδ. Θ. 22, κτλ.· ― οὕτω δὲ καὶ παρ᾿ ἅπασι τοῖς μεταγεν. συγγραφ. ― Ἀπὸ Ἡροδ. καὶ [[ἐφεξῆς]], τὸ δεινόν, [[κίνδυνος]], [[συμφορά]], [[πάθημα]]· [[ἀλλά]], τὸ δ., [[ὡσαύτως]], πᾶν τρομερὸν [[πρᾶγμα]]. Αἰσχύλ. Χο. 634· [[φόβος]], [[τρόμος]], terror, ὁ αὐτ. Εὐμ. 516· [[ὅπου]] τὸ δ., ἐλπὶς οὐδὲν ὠφελεῖ Σοφ. Ἀποσπ. 205· πρὸς τὸ δ. ἔρχεσθαι [[αὐτόθι]] 322· οὕτω κατὰ πληθ., τὰ δείν᾿ ὁρᾶν ὁ αὐτ. Φ. 504· εἰ δείν᾿ ἔδρασας, δεινὰ καὶ παθεῖν σε δεῖ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 11, κτλ.· ― δεινὸν γίγνεται μή…, ὑπάρχει [[κίνδυνος]] [[μήπως]]…, Ἡρόδ. 7. 157· [[ὡσαύτως]], οὐδὲν δεινοί, μὴ ἀποστέωσιν, οὐδεὶς [[φόβος]] περὶ ἀποστασίας αὐτῶν, ὁ αὐτ. 1. 155, κτλ.· ― δεινὸν ἐστι, μετ᾿ ἀπαρ., [[εἶναι]] ἐπικίνδυνον νὰ πράξῃ τις, Λυσ. 128. 16· ― δεινὸν ποιεῖσθαι (οὕτω, δεινὰ ποιεῖν Ἡρόδ. 3. 14), θεωρῶ τι κακόν, «τὸ παίρνω βαρειά», παραπονοῦμαι διά τι, ἀγανακτῶ, [[βαρέως]] [[φέρω]], Λατ. aegre ferre, [[συχνάκις]] παρ᾿ Ἡροδ. κτλ.· ἀπολ. ἢ μετ' ἀπαρ., ὡς 1. 127., 5. 41, κτλ.· [[ὡσαύτως]], δεινόν τι ἔσχε αὐτόν, μετ᾿ ἀπαρ., 1. 61: δεινὰ παθεῖν, σπανιώτερον ἑνικῶς, δεινὸν π., [[ὑποφέρω]] ἐκ φοβεροῦ, ἀνόμου, ἀδίκου καὶ αὐθαιρέτου τρόπου· [[συχν]]. παρ᾿ Ἀττ., Ἐλμσλ. Ἀχ. 393· πρβλ. δεινολογέομαι, -παθέω, -[[ποιέω]], καὶ ἴδε ἐν λ. [[σχέτλιος]] ἐν τέλ. ― Οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., δεινῶς φέρειν Ἡρόδ. 2. 121, 3· δ. ἔχειν, εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, Ἀντιφῶν 111. 34, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 23· δεινῶς διατεθῆναι τυπτόμενος Λυσ. 98.38. ΙΙ. εἰς ταύτην τὴν ἔννοιαν προστίθεται ἔννοιά τις δυνάμεως ἢ ἰσχύος, θαυμασίως [[ἰσχυρός]], [[ἰσχυρός]], δυνατὸς διὰ καλὸν ἢ διὰ κακόν· [[ἐντεῦθεν]] [[συχνάκις]] παρ᾿ Ὁμ. ἐπὶ τῶν θεῶν [[ἄνευ]] τῆς ἐννοίας τοῦ φοβεροῦ· οὕτω, δεινὸν [[σάκος]], ἡ ἰσχυρὰ [[ἀσπίς]], Ἰλ. Η. 245· ― καὶ ἀκολούθως [[ἁπλῶς]], [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]], [[παράδοξος]], τὸ συγγενές τοι δεινὸν ἥ θ᾿ [[ὁμιλία]], ἡ [[συγγένεια]] καὶ ἡ συναναστροφὴ ἔχουσι παράδοξον δύναμιν, Αἰσχύλ. Πρ. 39· δ. τὸ κοινὸν σπλάχνον ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 1031, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 333· δ. [[ἵμερος]], [[ἔρως]], [[δέος]], κτλ., Ἡρόδ. 9. 3, κτλ.· [[οἶκτος]] Σοφ. Τρ. 298, κτλ.· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ φράσει δεινὸν ἂν εἴη, εἰ…, θὰ ἦτο παράδοξον…, ὡς Εὐρ. Ἐκ. 592· δεινότατον μή… Ἀνδοκ. 23. 34. ― Ἐπίρρ. δεινῶς, θαυμασίως, καθ᾿ ὑπερβολήν, ὡς τὸ αἰνῶς παρ᾿ Ὁμ.· δ. [[μέλας]], [[ἄνυδρος]] Ἡρόδ. 2.76, 149· δ. ἐν φυλακῇσι [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 3.152· καὶ οὕτω παρ᾿ Ἀττ., δ. πώς εἰμ᾿ [[ἐπιλήσμων]] Μεταγ. Αὔρ. 3, κτλ. ΙΙΙ. ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ ἰσχυροῦ, θαυμασίου, μετέβη ἡ [[λέξις]] εἰς τὴν τοῦ ἰκανοῦ, ἐπιτηδίου, ἐμπείρου, πρῶτον παρ᾿ Ἡροδ. 5. 23, ἀνὴρ [[δεινός]] τε καὶ [[σοφός]]· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, γλώσσῃ… δεινοῦ καὶ σοφοῦ Σοφ. Φ. 440, πρβλ. Ο. Κ. 806· πρβλ. Ἀντιφῶντα 116. 33, Λυσ. 109. 20· ― αὕτη ἡ [[σημασία]] ἐγένετο κοινὴ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Πλάτωνος, ἴδε Πρωταγ. 341Β· ἰδίως ἐπὶ πρακτικῇ ἱκανότητι καὶ ἐμπειρίᾳ, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[σοφός]], Φαίδρ. 245C, Θεαιτ. 164D· ― [[συχν]]. μετ᾿ ἀπαρεμφ., δεινὸς εὑρεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 59· δεινοὶ πλέκειν τοι μηχανὰς Αἰγύπτιοι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 312· δεινὸς λέγειν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ νὰ ὁμιλῇ, ἱκανὸς εἰς τὸν λόγον, Σοφ. Ο. Τ. 545, κτλ.· (δ. εἰπεῖν [[εἶναι]] σπάνιον, Δημ. 502. 28, [[ἔνθα]] ἴδε Wolf Lept. σ. 370)· δεινὸς [[φαγεῖν]] Ἀριστοφ. Νεφ. 243· δεινὸς πράγμασι χρῆσθαι Δημ. 10. 3, κτλ.· αἱ εὐπραξίαι δειναὶ συγκρύψαι τὰ ὀνείδη, ἔχουσιν ἀξιοθαύμαστον δύναμιν νὰ…, ὁ αὐτ. 23. 27·― [[ὡσαύτως]] μ. αἰτ., δεινὸς τὴν τέχνην Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 364, Πλάτ. Εὐθυδ. 304D· δ. [[περί]] τι ἢ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολ. 405C, Ἴωνι 531Α· δ. [[ἀμφί]] τι Ἀρρ. Τακτ. 14, ἢ ἔν τινι Τιμοκλ. (Ἀθήν. 341F), ἢ κατά τι Αἰλ. Π. Ἱ. 3, 1, ἢ εἴς τι Ἀριστοφ. Βατρ. 968· ― ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13, δεινὸς [[εἶναι]] [[ἄνθρωπος]] φύσει ὀξὺς καὶ εὐφυής, [[ὅστις]] διὰ καλῆς ἀγωγῆς δύναται νὰ γείνῃ [[φρόνιμος]], διὰ δὲ κακῆς [[πανοῦργος]]· [[μάλιστα]] τὸ δεινὸς [[συχνάκις]] σημαίνει [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] εὐφυής, Πλάτ. Εὐθύφρ. 3C· δ. ὑπὸ πανουργίας ὁ αὐτ. Θεαιτ. 175D. ― Ἐπίρρ. δεινοτέρως, Σχ. εἰς Ὅμηρον καὶ δεινοτάτως Χρησμ. Σιβ. Β, 291.
|lstext='''δεινός''': -ή, -όν, (ἐκ τοῦ [[δέος]], [[κυρίως]] δεεινός, πρβλ. ἐλεεινὸς ἐκ τοῦ [[ἔλεος]])· ― [[φοβερός]], [[τρομερός]], [[φρικτός]], [[σκληρός]], [[ἄγριος]]· αὕτη [[εἶναι]] ἡ [[κυρία]] [[σημασία]] παρ᾿ Ὁμ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, [[θεός]], [[Χάρυβδις]], [[κλαγγή]], ὅπλα, κτλ.· [[συχνάκις]] καὶ ἐπὶ τῆς κραυγῆς τῆς μάχης καὶ τῶν τοιούτων, δεινὸν ἀϋτεῖν, βροντᾶν, κράζειν, φωνάζειν, βροντᾶν φοβερῶς, φρικτῶς, Ἰλ.· δεινὸν δέρκεσθαι, παπταίνειν, φοβερὰ βλέπειν, περιβλέπειν, Ὅμ.· δεινὰ ἰδὼν Ἰλ. Ο. 13· ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]], δεινὸς ἰδέσθαι, φοβερὸς νὰ τὸν ἴδῃ τις. Ὀδ. Χ. 405· δεινὸς μὲν ὁρᾶν, δ. δὲ κλύειν Σοφ. Ο, Κ. 141· δεινὸν τῳ ἀκοῦσαι Θουκ. 1.122· δεινὴ παρὰ τοῖς εἰδόσιν ἡ ([[βάσανος]]) Ἀνδροκ. 5. 13· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἠπιωτέρας ἐννοίας, [[σεβαστός]], [[σεπτός]], δεινή τε καὶ αἰδοίῃ θεὸς Ἰλ. Σ. 394, πρβλ. Γ. 172, Ὀδ. Θ. 22, κτλ.· ― οὕτω δὲ καὶ παρ᾿ ἅπασι τοῖς μεταγεν. συγγραφ. ― Ἀπὸ Ἡροδ. καὶ [[ἐφεξῆς]], τὸ δεινόν, [[κίνδυνος]], [[συμφορά]], [[πάθημα]]· [[ἀλλά]], τὸ δ., [[ὡσαύτως]], πᾶν τρομερὸν [[πρᾶγμα]]. Αἰσχύλ. Χο. 634· [[φόβος]], [[τρόμος]], terror, ὁ αὐτ. Εὐμ. 516· [[ὅπου]] τὸ δ., ἐλπὶς οὐδὲν ὠφελεῖ Σοφ. Ἀποσπ. 205· πρὸς τὸ δ. ἔρχεσθαι [[αὐτόθι]] 322· οὕτω κατὰ πληθ., τὰ δείν᾿ ὁρᾶν ὁ αὐτ. Φ. 504· εἰ δείν᾿ ἔδρασας, δεινὰ καὶ παθεῖν σε δεῖ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 11, κτλ.· ― δεινὸν γίγνεται μή…, ὑπάρχει [[κίνδυνος]] [[μήπως]]…, Ἡρόδ. 7. 157· [[ὡσαύτως]], οὐδὲν δεινοί, μὴ ἀποστέωσιν, οὐδεὶς [[φόβος]] περὶ ἀποστασίας αὐτῶν, ὁ αὐτ. 1. 155, κτλ.· ― δεινὸν ἐστι, μετ᾿ ἀπαρ., [[εἶναι]] ἐπικίνδυνον νὰ πράξῃ τις, Λυσ. 128. 16· ― δεινὸν ποιεῖσθαι (οὕτω, δεινὰ ποιεῖν Ἡρόδ. 3. 14), θεωρῶ τι κακόν, «τὸ παίρνω βαρειά», παραπονοῦμαι διά τι, ἀγανακτῶ, [[βαρέως]] [[φέρω]], Λατ. aegre ferre, [[συχνάκις]] παρ᾿ Ἡροδ. κτλ.· ἀπολ. ἢ μετ' ἀπαρ., ὡς 1. 127., 5. 41, κτλ.· [[ὡσαύτως]], δεινόν τι ἔσχε αὐτόν, μετ᾿ ἀπαρ., 1. 61: δεινὰ παθεῖν, σπανιώτερον ἑνικῶς, δεινὸν π., [[ὑποφέρω]] ἐκ φοβεροῦ, ἀνόμου, ἀδίκου καὶ αὐθαιρέτου τρόπου· [[συχν]]. παρ᾿ Ἀττ., Ἐλμσλ. Ἀχ. 393· πρβλ. δεινολογέομαι, -παθέω, -[[ποιέω]], καὶ ἴδε ἐν λ. [[σχέτλιος]] ἐν τέλ. ― Οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., δεινῶς φέρειν Ἡρόδ. 2. 121, 3· δ. ἔχειν, εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, Ἀντιφῶν 111. 34, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 23· δεινῶς διατεθῆναι τυπτόμενος Λυσ. 98.38. ΙΙ. εἰς ταύτην τὴν ἔννοιαν προστίθεται ἔννοιά τις δυνάμεως ἢ ἰσχύος, θαυμασίως [[ἰσχυρός]], [[ἰσχυρός]], δυνατὸς διὰ καλὸν ἢ διὰ κακόν· [[ἐντεῦθεν]] [[συχνάκις]] παρ᾿ Ὁμ. ἐπὶ τῶν θεῶν [[ἄνευ]] τῆς ἐννοίας τοῦ φοβεροῦ· οὕτω, δεινὸν [[σάκος]], ἡ ἰσχυρὰ [[ἀσπίς]], Ἰλ. Η. 245· ― καὶ ἀκολούθως [[ἁπλῶς]], [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]], [[παράδοξος]], τὸ συγγενές τοι δεινὸν ἥ θ᾿ [[ὁμιλία]], ἡ [[συγγένεια]] καὶ ἡ συναναστροφὴ ἔχουσι παράδοξον δύναμιν, Αἰσχύλ. Πρ. 39· δ. τὸ κοινὸν σπλάχνον ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 1031, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 333· δ. [[ἵμερος]], [[ἔρως]], [[δέος]], κτλ., Ἡρόδ. 9. 3, κτλ.· [[οἶκτος]] Σοφ. Τρ. 298, κτλ.· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ φράσει δεινὸν ἂν εἴη, εἰ…, θὰ ἦτο παράδοξον…, ὡς Εὐρ. Ἐκ. 592· δεινότατον μή… Ἀνδοκ. 23. 34. ― Ἐπίρρ. δεινῶς, θαυμασίως, καθ᾿ ὑπερβολήν, ὡς τὸ αἰνῶς παρ᾿ Ὁμ.· δ. [[μέλας]], [[ἄνυδρος]] Ἡρόδ. 2.76, 149· δ. ἐν φυλακῇσι [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 3.152· καὶ οὕτω παρ᾿ Ἀττ., δ. πώς εἰμ᾿ [[ἐπιλήσμων]] Μεταγ. Αὔρ. 3, κτλ. ΙΙΙ. ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ ἰσχυροῦ, θαυμασίου, μετέβη ἡ [[λέξις]] εἰς τὴν τοῦ ἰκανοῦ, ἐπιτηδίου, ἐμπείρου, πρῶτον παρ᾿ Ἡροδ. 5. 23, ἀνὴρ [[δεινός]] τε καὶ [[σοφός]]· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, γλώσσῃ… δεινοῦ καὶ σοφοῦ Σοφ. Φ. 440, πρβλ. Ο. Κ. 806· πρβλ. Ἀντιφῶντα 116. 33, Λυσ. 109. 20· ― αὕτη ἡ [[σημασία]] ἐγένετο κοινὴ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Πλάτωνος, ἴδε Πρωταγ. 341Β· ἰδίως ἐπὶ πρακτικῇ ἱκανότητι καὶ ἐμπειρίᾳ, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[σοφός]], Φαίδρ. 245C, Θεαιτ. 164D· ― [[συχν]]. μετ᾿ ἀπαρεμφ., δεινὸς εὑρεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 59· δεινοὶ πλέκειν τοι μηχανὰς Αἰγύπτιοι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 312· δεινὸς λέγειν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ νὰ ὁμιλῇ, ἱκανὸς εἰς τὸν λόγον, Σοφ. Ο. Τ. 545, κτλ.· (δ. εἰπεῖν [[εἶναι]] σπάνιον, Δημ. 502. 28, [[ἔνθα]] ἴδε Wolf Lept. σ. 370)· δεινὸς [[φαγεῖν]] Ἀριστοφ. Νεφ. 243· δεινὸς πράγμασι χρῆσθαι Δημ. 10. 3, κτλ.· αἱ εὐπραξίαι δειναὶ συγκρύψαι τὰ ὀνείδη, ἔχουσιν ἀξιοθαύμαστον δύναμιν νὰ…, ὁ αὐτ. 23. 27·― [[ὡσαύτως]] μ. αἰτ., δεινὸς τὴν τέχνην Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 364, Πλάτ. Εὐθυδ. 304D· δ. [[περί]] τι ἢ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολ. 405C, Ἴωνι 531Α· δ. [[ἀμφί]] τι Ἀρρ. Τακτ. 14, ἢ ἔν τινι Τιμοκλ. (Ἀθήν. 341F), ἢ κατά τι Αἰλ. Π. Ἱ. 3, 1, ἢ εἴς τι Ἀριστοφ. Βατρ. 968· ― ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13, δεινὸς [[εἶναι]] [[ἄνθρωπος]] φύσει ὀξὺς καὶ εὐφυής, [[ὅστις]] διὰ καλῆς ἀγωγῆς δύναται νὰ γείνῃ [[φρόνιμος]], διὰ δὲ κακῆς [[πανοῦργος]]· [[μάλιστα]] τὸ δεινὸς [[συχνάκις]] σημαίνει [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] εὐφυής, Πλάτ. Εὐθύφρ. 3C· δ. ὑπὸ πανουργίας ὁ αὐτ. Θεαιτ. 175D. ― Ἐπίρρ. δεινοτέρως, Σχ. εἰς Ὅμηρον καὶ δεινοτάτως Χρησμ. Σιβ. Β, 291.
}}
}}
{{bailly
{{bailly