Anonymous

τίθημι: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  10 January 2021
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)"
m (Text replacement - "to have" to "to have")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />(μέσ.-παθ.) <i>τίθεμαι</i><br />τοποθετούμαι<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]] σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής»<br />i) [[μπαίνω]] [[πρώτος]] στη [[σειρά]]<br />ii) <b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] [[αρχηγός]], [[προΐσταμαι]]<br />β) «τίθεμαι επί ποδός» — δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι<br />γ) «τίθεμαι επί το [[έργον]]» — καταπιάνομαι [[αμέσως]] με ένα [[έργο]]<br />δ) «τίθεμαι [[εκτός]] νόμου»<br />(σχετικά με [[οργάνωση]]) απαγορεύεται η [[δράση]] μου, κηρύσσομαι [[παράνομος]]<br />ε) «τίθεμαι υπό [[απαγόρευση]]»<br />i) (<b>για πρόσ.</b>) [[περιέρχομαι]] σε [[κατάσταση]] αδυναμίας για οποιαδήποτε [[μορφή]] δικαιοπραξίας [[μετά]] από δικαστική [[απόφαση]] με την οποία αποδεικνύεται ότι έχω χάσει τις βουλητικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις<br />ii) απαγορεύεται η [[δράση]] μου<br />iii) (<b>για πράγμ.</b>) απαγορεύεται η [[χρήση]] μου [[συνήθως]] [[μετά]] από σχετική κρατική [[απόφαση]]<br />στ) «τίθεμαι επί τα ίχνη κάποιου» — [[ανακαλύπτω]] τα ίχνη ενός προσώπου και [[αρχίζω]] την παρακολούθησή του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με τοπ. σημ. και [[συχνά]] με επιρρ., με εμπρόθ. προσδ. δηλωτικούς τοπικών σχέσεων, στην [[ποίηση]] και με δοτ. τοπ.) [[φέρνω]] και [[βάζω]] [[κάτι]] [[κάπου]], το [[τοποθετώ]] σε έναν [[τόπο]] (α. «ἐκελήσατο [[θέμεν]] τὰν κλίναν, ἐφ' ἇς τὰν Σωστράταν ἔφερον», <b>επιγρ.</b><br />β. «τίς δὲ μοι ἄλλοσ' ἔθηκε [[λέχος]];», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἅρματα δ' ἄμ βωμοῑσι τίθει», <b>Ομ. Οδ.</b><br />δ. «θεῑσα στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (συν. με τις προθέσεις <i>ἐν</i> ή <i>εἰς</i>) [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «ἐς [[δίφρον]] ἄρνας θέτο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ ἄκμονα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταθέτω]] [[κάτι]] ως [[παρακαταθήκη]], [[παραδίδω]] σε κάποιον χρήματα ή πράγματα για [[φύλαξη]] («τὴν τιμὴν θήσονται ἐπὶ τὴν τράπεζαν, ἔως», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[βάζω]] [[υποθήκη]], [[υποθηκεύω]]<br /><b>5.</b> [[πληρώνω]], [[καταβάλλω]] τόκο, [[εισφορά]], το μετοίκιο κ.ά.<br /><b>6.</b> [[καταγράφω]], [[σημειώνω]] («θοῡ δ' ἐν φρενῶν δέλτοισι τοὺς ἐμοὺς λόγους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]] («[[θήσω]] εἰς δύο παῑδας χιλίας δραχμὰς ἑκάστου ἐνιαυτοῡ», Λυσ.)<br /><b>8.</b> [[θάβω]], [[ενταφιάζω]]<br /><b>9.</b> (σχετικά με φυτά) [[εμφυτεύω]]<br /><b>10.</b> (σχετικά με έπαθλα σε αγώνες) [[ορίζω]] ως [[βραβείο]], [[αθλοθετώ]]<br /><b>11.</b> (σε [[χρήση]] [[μετά]] τον Όμ.) (σχετικά με πολιτικές ενέργειες) [[προβάλλω]], [[παρουσιάζω]] στον λαό προκειμένου αυτός να κρίνει και να αποφασίσει («[[βούλομαι]] ὑμῑν εἰς τὸ [[μέσον]] αὐτὸ θεῑναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>12.</b> [[αφιερώνω]] αγάλματα<br /><b>13.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]], [[δίνω]] («εἰ δὴ ὁμὴν Ἀχιλῆϊ καὶ Ἔκτορι θήσετε τιμήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>14.</b> (με απρμφ.) [[ορίζω]], [[θεσπίζω]] («[ὁ Λυκοῡργος] ἔθηκε θύειν [[βασιλέα]] πρὸ τῆς πόλεως τὰ [[δημόσια]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>15.</b> (σχετικά με αγώνες) [[διοργανώνω]] ή [[καθιερώνω]]<br /><b>16.</b> [[διατάζω]] («οὕτω νῡν [[Ζεὺς]] θείη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>17.</b> [[διευθύνω]], [[διοικώ]] («ἐγὼ καὶ σὺ θήσομεν κρατοῡντες τῶνδε δωμάτων [[καλῶς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>18.</b> [[τακτοποιώ]] («εἰ μὴ θήσομαι τἄμ' ὡς ἄριστα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>19.</b> [[στρώνω]] [[μωσαϊκό]]<br /><b>20.</b> α) ([[συχνά]] με δύο αιτ. από τις οποίες η μία [[είναι]] αντικ. και η [[άλλη]] κατηγ.) [[φέρνω]] σε μια [[κατάσταση]] ή [[διάθεση]] ή [[προσδίδω]] σε κάποιον μια [[ιδιότητα]] (α. «ἥ τε με τοῑον ἔθηκεν [[ὅπως]] ἐθέλει», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἕως ἄν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου [[ὑποπόδιον]] τῶν ποδῶν σου», ΠΔ)<br />β) (με απρμφ.) [[παρέχω]] τη [[δυνατότητα]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]] («πεπρωμένον ἔθηκε μοῑραν μετατραπεῑν ἀνδροφθόρον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>21.</b> (σχετικά με εμπόλεμες καταστάσεις και διαμάχες) [[οδηγώ]] σε αίσια [[έκβαση]], [[διευθετώ]]<br /><b>22.</b> (στα παιχνίδια [[πεσσεία]] και [[κυβεία]]) [[τοποθετώ]] τους κύβους σωστά<br /><b>23.</b> (για τεχνίτη) [[κάνω]], [[κατεργάζομαι]]<br /><b>24.</b> [[προξενώ]], [[προκαλώ]] («Ἀχαιοῑς ἄλγε' ἔθηκεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>25.</b> (το ενεργ. και [[κυρίως]] το μέσ.) (σχετικά με διανοητική [[ενέργεια]]) [[θέτω]] [[κάτι]] ως ορισμένο ή δεδομένο, το [[υπολογίζω]] ή και [[θεωρώ]] ως... (α. «θῶμεν δύο εἴδη [[[εἶναι]]]» — θεωρούμε ως δεδομένο ότι υπάρχουν δύο είδη, <b>Πλάτ.</b><br />β. «ποῡ χρὴ τίθεσθαι ταῡτα;» — πώς [[πρέπει]] να τά θεωρούμε αυτά; <b>Σοφ.</b><br />γ. «[[δαιμόνιον]] αὐτὸ τίθημ' ἐγώ», <b>Σοφ.</b><br />δ. «ἐμὲ θὲς τῶν πεπεισμένων» — υπολόγισέ με [[μεταξύ]] αυτών που έχουν πειστεί, <b>Πλάτ.</b><br />ε. «οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῡτον» — δεν τον [[λογαριάζω]] ζωντανό, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>26.</b> [[επιβεβαιώνω]] [[κάτι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[αἴρω]]<br /><b>27.</b> <b>μέσ.</b> α) [[διευθύνω]] για δικό μου όφελος («σοφοὺς... εἰς δύναμιν τίθεσθαι», <b>Κρατίν.</b>)<br />β) [[κάνω]] ή [[παρασκευάζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου<br />γ) [[τοποθετώ]] [[κάθισμα]] για τον εαυτό μου<br /><b>28.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. β' ως ουσ.) <i>ὁ θείς</i><br />αυτός που βάζει [[υποθήκη]]<br /><b>29.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. αορ. β' ως ουσ.) <i>ὁ θέμενος</i><br />αυτός που δέχεται, που παίρνει την [[υποθήκη]], ο [[ενυπόθηκος]] [[δανειστής]]<br /><b>30.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ τιθέμενα</i><br />τα [[βραβεία]]<br /><b>31.</b> <b>φρ.</b> α) «τίθημί τινί τι ἐν χερσί [ή ἐν χειρί ή ἐν [[χείρεσι]]]» ή «[[τίθημι]] ἐς χεῑρά τινος» — [[τοποθετώ]] [[κάτι]] στα χέρια κάποιου, [[εγχειρίζω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br />β) «τίθεμαι τὴν ψῆφον»<br />i) [[ρίχνω]] την ψήφο στην [[κάλπη]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ii) (γενικά) [[ψηφίζω]]<br />γ) «τίθεμαι γνώμῃ» — συντάσσομαι με τη [[γνώμη]] κάποιου (<b>Σοφ.</b>, Ηλιόδ.)<br />δ) «τίθεμαι τὴν γνώμην» — λέω τη [[γνώμη]] μου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ε) «τίθημί τινί τι ἐν στήθεσσι [ή ἐν φρεσί]»<br />(στον Όμ.) [[εμβάλλω]] στην [[καρδιά]] ή στον νου κάποιου<br />στ) «ἐνὶ φρεσὶ τίθεμαι»<br />(στον Όμ.) [[σκέφτομαι]] να πράξω [[κάτι]]<br />ζ) «τίθεμαι ἐν τῇ ἐμαυτοῡ καρδίᾳ»<br />(στην ΚΔ) [[διαλογίζομαι]]<br />η) «[[χάριν]] τίθεμαί τινι»<br /><b>μτφ.</b> [[υποχρεώνω]] κάποιον, του [[κάνω]] [[κάτι]] προκειμένου να μού χρωστά [[ευγνωμοσύνη]] (<b>Ηρόδ.</b>, <b>Αισχύλ.</b>)<br />θ) «τίθεμαι τὰ ὅπλα»<br /><b>στρ.</b> i) [[τοποθετώ]] με [[τάξη]] τα όπλα στο [[στρατόπεδο]] και βρίσκομαι σε [[εγρήγορση]] προκειμένου να επιτεθώ αν παρουσιαστεί [[κίνδυνος]]<br />ii) παρατάσσομαι για [[μάχη]]<br />iii) [[καταθέτω]] τα όπλα, παραδίδομαι στον εχθρό<br />iv) (με το επίρρ. <i>εὖ</i>) [[διατηρώ]] τον οπλισμό μου σε καλή [[κατάσταση]] (<b>Ξεν.</b>, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ι) «τίθεμαι τὰς ἀσπίδας» — παραδίδομαι στον εχθρό (<b>Ξεν.</b>)<br />ια) «πόλεμον τίθεμαι» — [[καταπαύω]] τον πόλεμο (<b>Θουκ.</b>)<br />ιβ) «τίθεμαι παῑδα... υἱὸν ὑπὸ ζώνῃ»<br />(για [[γυναίκα]]) [[μένω]] [[έγκυος]] (Ύμν. Αφρ.)<br />ιγ) «[[πόδα]] [[τίθημι]]» — [[περπατώ]], [[βαδίζω]] ή [[τρέχω]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ιδ) «[[τίθημι]] τὰ γόνατα»<br />(στην ΚΔ) [[κλίνω]] τα γόνατα, [[γονατίζω]]<br />ιε) «ἐν ὄμμασι τίθεσθαι» — [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] στα μάτια κάποιου<br />ιστ) «[[τίθημι]] εἰς [[μέσον]] [ή ἐς μέσσον]» — [[ορίζω]] ως [[βραβείο]] σε αγώνα<br />ιζ) «[[τίθημι]] τι εἰς τὸ κοινόν» — [[θέτω]] μια [[πρόταση]], [[κυρίως]] [[πολιτική]] [[ενέργεια]], στην [[κρίση]] του λαού (<b>Ξεν.</b>)<br />ιη) «ἐν μέσῳ [[τίθημι]] τι» — [[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] σε [[παρένθεση]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ιθ) «τίθεμαι [[ὄνομα]] [ή [[οὔνομα]]]» — [[δίνω]] στο [[παιδί]] μου το όνομά μου ή το όνομα που εγώ [[επιθυμώ]]<br />κ) «[[τίθημι]] νόμον»<br />(για νομοθέτη) [[θεσμοθετώ]]<br />κα) «τίθεμαι νόμον»<br />(για λαό, [[ιδίως]] στις δημοκρατικές πολιτείες) [[ψηφίζω]] νόμο, [[παίρνω]] [[μέρος]] στην [[ψήφιση]] νόμων<br />κβ) «σκῆψιν [[τίθημι]]» — [[προφασίζομαι]] (<b>Σοφ.</b>)<br />κγ) «τίθεμαι ἡμέραν» — [[ορίζω]] από κοινού μία [[ημέρα]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />κδ) «[[τίθημι]] διαθήκην» — [[κάνω]] [[διαθήκη]] <b>πάπ.</b><br />κε) «τίθημί τινα ἄλοχόν τινος» — [[μεσολαβώ]] προκειμένου να παντρευτεί [[ένας]] [[άνδρας]] μια [[γυναίκα]], [[γίνομαι]] [[προξενητής]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />κστ) «γέλων τίθημί τινι» — [[προξενώ]] [[γέλιο]] σε κάποιους (<b>Ευρ.</b>)<br />κζ) «λόγους [[τίθημι]] εἰς [[μέτρα]]» — [[μετατρέπω]] τον πεζό σε ποιητικό λόγο (<b>Πλάτ.</b>)<br />κη) «γέλωτα τίθεμαί τινα» — [[κάνω]] κάποιον [[αντικείμενο]] γέλιου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />κθ) «παῑδα [ή υἱὸν τίθεμαι]» — [[υιοθετώ]] κάποιον (<b>Πλάτ.</b>)<br />λ) «φίλον ἐμαυτῷ τίθεμαι» — [[θεωρώ]] κάποιον ως φίλο μου<br />λα) «οὐδαμοῡ τίθημί τι» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως ανάξιο λόγου ή προσοχής (<b>Δημοσθ.</b>)<br />λβ) «τίθεμαι μάχην» — [[συνάπτω]] [[μάχη]]<br />λγ) «μαρτύρια τίθεμαι» — [[παρουσιάζω]] μαρτυρίες (<b>Ηρόδ.</b>)<br />λδ) «τίθεμαί τινός τι» — [[παίρνω]] [[κάτι]] από κάποιον (<b>Πίνδ.</b>)<br />λε) «τίθεμαι πόνον» — [[προξενώ]] βάσανα, ενοχλήσεις στον εαυτό μου (<b>Αισχύλ.</b>)<br />λστ) «σκέδασιν [[τίθημι]]» — [[διασκορπίζω]] (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />λζ) «[[τίθημι]] κρυφόν» — [[κρύβω]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />λη) «νέμεσιν [[τίθημι]]» — οργίζομαι ή [[αγανακτώ]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />λθ) «[[τίθημι]] αἶνον» — [[επαινώ]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />μ) «[[τίθημι]] σωτηρίαν τινί» — [[σώζω]] κάποιον (<b>Ευρ.</b>)<br />μα) «τίθεμαι μάχην» — [[μάχομαι]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />μβ) «τίθεμαι θυσίαν» — [[θυσιάζω]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />μγ) «τίθεμαι γάμον» — παντρεύομαι (<b>Πίνδ.</b>)<br />μδ) «σπουδὴν τίθεμαι» — [[σπεύδω]] (<b>Σοφ.</b>)<br />με) «πρόνοιαν τίθεμαι» — [[προνοώ]] (<b>Σοφ.</b>)<br />μστ) «τίθεμαι λησμοσύναν τινῶν» — [[λησμονώ]] [[κάτι]] (<b>Σοφ.</b>)<br />μζ) «τίθεμαι συγγνωμοσύνην» — [[συγχωρώ]] (<b>Σοφ.</b>)<br />μη) «τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα θήσομαι» — θα εκμεταλλευθώ την καλή [[τύχη]] τών κυρίων μου (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i>, με ενεστ. διπλασιασμό (<b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>δω</i>-<i>μι</i>) ανάγεται στην ΙΕ μακρόφωνη [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ē</i>- με αρχική σημ. «[[τοποθετώ]] [[κάτι]] σε [[μέρος]] μόνιμο και σταθερό», από όπου «[[ιδρύω]], [[θεμελιώνω]], [[δημιουργώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[θεμέλιο]], [[θέμις]], [[θεσμός]]). Στη [[συνέχεια]] το ρ. χρησιμοποιήθηκε γενικά με τη σημ. «[[τοποθετώ]]». Από την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας έχει σχηματιστεί ο αόρ. <i>ἔθηκα</i>, που μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή: <i>teke</i> και <i>poroteke</i> (= <i>πρόθηκε</i>) και αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. <i>adh</i><i>ā</i><i>t</i>, αρχ. περσ. <i>ad</i><i>ā</i>, λατ. <i>f</i><i>ē</i><i>cit</i> (απ' όπου ο ενεστ. <i>facio</i>). Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας ανάγονται [[επίσης]] ο μέλλ. [[θήσω]], οι παρακμ. <i>τέθηκα</i> και <i>τέθημαι</i> (ενώ οι τ. <i>τέθεικα</i> και <i>τέθειμαι</i> [[είναι]] αναλογικοί τών [[εἷκα]], [[εἷμαι]] του [[ἵημι]]) και τα παράγωγα [[θῆμα]], <i>ἀνά</i>-<i>θημα</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>dh</i><i>ā</i><i>man</i>-) και [[θημών]], [[θημωνιά]]. Στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>θε</i> ανάγονται: ο [[μέσος]] αόρ. <i>ἔθετο</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>adhita</i>) και τα ονοματ. παράγωγα [[θέσις]], [[θέμα]], [[θέτης]], [[θετός]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>hita</i>-, λατ. <i>con</i>-<i>ditus</i>), [[θεμός]] (απ' όπου τα [[θέμεθλον]], [[θεμέλιον]]), [[θέμις]], [[θεσμός]]. Στην απαθή και ετεροιωμένη [[βαθμίδα]], [[τέλος]], της ρίζας ανάγονται οι λ. [[θήκη]] και [[θωμός]] (<b>βλ.</b> και λ. [[θᾶκος]], [[θαμά]], [[θάμνος]]). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. [[θέτω]] <b>βλ. λ.</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θέμα]], [[θέση]], [[θετός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θετήρ]], [[θήμα]], [[θημών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[θέτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό. Στη Νέα Ελληνική έχει διατηρηθεί μόνο η [[μέση]] [[φωνή]], <b>πρβλ.</b> [[ίστημι]]). [[ανατίθημι]], <i>αντεπιτίθημι</i>, [[αντιτίθημι]], [[αποτίθημι]], [[διατίθημι]], [[εκτίθημι]], [[επανατίθημι]], [[επιπροστίθημι]], [[επιτίθημι]], [[μετατίθημι]], [[παρατίθημι]], [[προδιατίθημι]], [[προστίθημι]], [[προτίθημι]], [[συγκατατίθημι]], [[συντίθημι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ειστίθημι]], [[εντίθημι]], [[κατατίθημι]], [[παρακατατίθημι]], [[περιτίθημι]] [[προϋποτίθημι]], [[υπερτίθημι]], [[υποτίθημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αποσυντίθεμαι</i>, [[εναποτίθεμαι]]<br /><b>απρόσ.</b> <i>υποτίθεται</i>].
|mltxt=ΝΜΑ<br />(μέσ.-παθ.) <i>τίθεμαι</i><br />τοποθετούμαι<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]] σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής»<br />i) [[μπαίνω]] [[πρώτος]] στη [[σειρά]]<br />ii) <b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] [[αρχηγός]], [[προΐσταμαι]]<br />β) «τίθεμαι επί ποδός» — δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι<br />γ) «τίθεμαι επί το [[έργον]]» — καταπιάνομαι [[αμέσως]] με ένα [[έργο]]<br />δ) «τίθεμαι [[εκτός]] νόμου»<br />(σχετικά με [[οργάνωση]]) απαγορεύεται η [[δράση]] μου, κηρύσσομαι [[παράνομος]]<br />ε) «τίθεμαι υπό [[απαγόρευση]]»<br />i) (<b>για πρόσ.</b>) [[περιέρχομαι]] σε [[κατάσταση]] αδυναμίας για οποιαδήποτε [[μορφή]] δικαιοπραξίας [[μετά]] από δικαστική [[απόφαση]] με την οποία αποδεικνύεται ότι έχω χάσει τις βουλητικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις<br />ii) απαγορεύεται η [[δράση]] μου<br />iii) (<b>για πράγμ.</b>) απαγορεύεται η [[χρήση]] μου [[συνήθως]] [[μετά]] από σχετική κρατική [[απόφαση]]<br />στ) «τίθεμαι επί τα ίχνη κάποιου» — [[ανακαλύπτω]] τα ίχνη ενός προσώπου και [[αρχίζω]] την παρακολούθησή του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με τοπ. σημ. και [[συχνά]] με επιρρ., με εμπρόθ. προσδ. δηλωτικούς τοπικών σχέσεων, στην [[ποίηση]] και με δοτ. τοπ.) [[φέρνω]] και [[βάζω]] [[κάτι]] [[κάπου]], το [[τοποθετώ]] σε έναν [[τόπο]] (α. «ἐκελήσατο [[θέμεν]] τὰν κλίναν, ἐφ' ἇς τὰν Σωστράταν ἔφερον», <b>επιγρ.</b><br />β. «τίς δὲ μοι ἄλλοσ' ἔθηκε [[λέχος]];», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἅρματα δ' ἄμ βωμοῑσι τίθει», <b>Ομ. Οδ.</b><br />δ. «θεῑσα στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (συν. με τις προθέσεις <i>ἐν</i> ή <i>εἰς</i>) [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «ἐς [[δίφρον]] ἄρνας θέτο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ ἄκμονα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταθέτω]] [[κάτι]] ως [[παρακαταθήκη]], [[παραδίδω]] σε κάποιον χρήματα ή πράγματα για [[φύλαξη]] («τὴν τιμὴν θήσονται ἐπὶ τὴν τράπεζαν, ἔως», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[βάζω]] [[υποθήκη]], [[υποθηκεύω]]<br /><b>5.</b> [[πληρώνω]], [[καταβάλλω]] τόκο, [[εισφορά]], το μετοίκιο κ.ά.<br /><b>6.</b> [[καταγράφω]], [[σημειώνω]] («θοῡ δ' ἐν φρενῶν δέλτοισι τοὺς ἐμοὺς λόγους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]] («[[θήσω]] εἰς δύο παῑδας χιλίας δραχμὰς ἑκάστου ἐνιαυτοῡ», Λυσ.)<br /><b>8.</b> [[θάβω]], [[ενταφιάζω]]<br /><b>9.</b> (σχετικά με φυτά) [[εμφυτεύω]]<br /><b>10.</b> (σχετικά με έπαθλα σε αγώνες) [[ορίζω]] ως [[βραβείο]], [[αθλοθετώ]]<br /><b>11.</b> (σε [[χρήση]] [[μετά]] τον Όμ.) (σχετικά με πολιτικές ενέργειες) [[προβάλλω]], [[παρουσιάζω]] στον λαό προκειμένου αυτός να κρίνει και να αποφασίσει («[[βούλομαι]] ὑμῑν εἰς τὸ [[μέσον]] αὐτὸ θεῑναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>12.</b> [[αφιερώνω]] αγάλματα<br /><b>13.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]], [[δίνω]] («εἰ δὴ ὁμὴν Ἀχιλῆϊ καὶ Ἔκτορι θήσετε τιμήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>14.</b> (με απρμφ.) [[ορίζω]], [[θεσπίζω]] («[ὁ Λυκοῡργος] ἔθηκε θύειν [[βασιλέα]] πρὸ τῆς πόλεως τὰ [[δημόσια]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>15.</b> (σχετικά με αγώνες) [[διοργανώνω]] ή [[καθιερώνω]]<br /><b>16.</b> [[διατάζω]] («οὕτω νῡν [[Ζεὺς]] θείη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>17.</b> [[διευθύνω]], [[διοικώ]] («ἐγὼ καὶ σὺ θήσομεν κρατοῡντες τῶνδε δωμάτων [[καλῶς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>18.</b> [[τακτοποιώ]] («εἰ μὴ θήσομαι τἄμ' ὡς ἄριστα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>19.</b> [[στρώνω]] [[μωσαϊκό]]<br /><b>20.</b> α) ([[συχνά]] με δύο αιτ. από τις οποίες η μία [[είναι]] αντικ. και η [[άλλη]] κατηγ.) [[φέρνω]] σε μια [[κατάσταση]] ή [[διάθεση]] ή [[προσδίδω]] σε κάποιον μια [[ιδιότητα]] (α. «ἥ τε με τοῑον ἔθηκεν [[ὅπως]] ἐθέλει», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἕως ἄν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου [[ὑποπόδιον]] τῶν ποδῶν σου», ΠΔ)<br />β) (με απρμφ.) [[παρέχω]] τη [[δυνατότητα]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]] («πεπρωμένον ἔθηκε μοῑραν μετατραπεῑν ἀνδροφθόρον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>21.</b> (σχετικά με εμπόλεμες καταστάσεις και διαμάχες) [[οδηγώ]] σε αίσια [[έκβαση]], [[διευθετώ]]<br /><b>22.</b> (στα παιχνίδια [[πεσσεία]] και [[κυβεία]]) [[τοποθετώ]] τους κύβους σωστά<br /><b>23.</b> (για τεχνίτη) [[κάνω]], [[κατεργάζομαι]]<br /><b>24.</b> [[προξενώ]], [[προκαλώ]] («Ἀχαιοῑς ἄλγε' ἔθηκεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>25.</b> (το ενεργ. και [[κυρίως]] το μέσ.) (σχετικά με διανοητική [[ενέργεια]]) [[θέτω]] [[κάτι]] ως ορισμένο ή δεδομένο, το [[υπολογίζω]] ή και [[θεωρώ]] ως... (α. «θῶμεν δύο εἴδη ([[εἶναι]])» — θεωρούμε ως δεδομένο ότι υπάρχουν δύο είδη, <b>Πλάτ.</b><br />β. «ποῡ χρὴ τίθεσθαι ταῡτα;» — πώς [[πρέπει]] να τά θεωρούμε αυτά; <b>Σοφ.</b><br />γ. «[[δαιμόνιον]] αὐτὸ τίθημ' ἐγώ», <b>Σοφ.</b><br />δ. «ἐμὲ θὲς τῶν πεπεισμένων» — υπολόγισέ με [[μεταξύ]] αυτών που έχουν πειστεί, <b>Πλάτ.</b><br />ε. «οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῡτον» — δεν τον [[λογαριάζω]] ζωντανό, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>26.</b> [[επιβεβαιώνω]] [[κάτι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[αἴρω]]<br /><b>27.</b> <b>μέσ.</b> α) [[διευθύνω]] για δικό μου όφελος («σοφοὺς... εἰς δύναμιν τίθεσθαι», <b>Κρατίν.</b>)<br />β) [[κάνω]] ή [[παρασκευάζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου<br />γ) [[τοποθετώ]] [[κάθισμα]] για τον εαυτό μου<br /><b>28.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. β' ως ουσ.) <i>ὁ θείς</i><br />αυτός που βάζει [[υποθήκη]]<br /><b>29.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. αορ. β' ως ουσ.) <i>ὁ θέμενος</i><br />αυτός που δέχεται, που παίρνει την [[υποθήκη]], ο [[ενυπόθηκος]] [[δανειστής]]<br /><b>30.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ τιθέμενα</i><br />τα [[βραβεία]]<br /><b>31.</b> <b>φρ.</b> α) «τίθημί τινί τι ἐν χερσί [ή ἐν χειρί ή ἐν [[χείρεσι]]]» ή «[[τίθημι]] ἐς χεῑρά τινος» — [[τοποθετώ]] [[κάτι]] στα χέρια κάποιου, [[εγχειρίζω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br />β) «τίθεμαι τὴν ψῆφον»<br />i) [[ρίχνω]] την ψήφο στην [[κάλπη]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ii) (γενικά) [[ψηφίζω]]<br />γ) «τίθεμαι γνώμῃ» — συντάσσομαι με τη [[γνώμη]] κάποιου (<b>Σοφ.</b>, Ηλιόδ.)<br />δ) «τίθεμαι τὴν γνώμην» — λέω τη [[γνώμη]] μου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ε) «τίθημί τινί τι ἐν στήθεσσι [ή ἐν φρεσί]»<br />(στον Όμ.) [[εμβάλλω]] στην [[καρδιά]] ή στον νου κάποιου<br />στ) «ἐνὶ φρεσὶ τίθεμαι»<br />(στον Όμ.) [[σκέφτομαι]] να πράξω [[κάτι]]<br />ζ) «τίθεμαι ἐν τῇ ἐμαυτοῡ καρδίᾳ»<br />(στην ΚΔ) [[διαλογίζομαι]]<br />η) «[[χάριν]] τίθεμαί τινι»<br /><b>μτφ.</b> [[υποχρεώνω]] κάποιον, του [[κάνω]] [[κάτι]] προκειμένου να μού χρωστά [[ευγνωμοσύνη]] (<b>Ηρόδ.</b>, <b>Αισχύλ.</b>)<br />θ) «τίθεμαι τὰ ὅπλα»<br /><b>στρ.</b> i) [[τοποθετώ]] με [[τάξη]] τα όπλα στο [[στρατόπεδο]] και βρίσκομαι σε [[εγρήγορση]] προκειμένου να επιτεθώ αν παρουσιαστεί [[κίνδυνος]]<br />ii) παρατάσσομαι για [[μάχη]]<br />iii) [[καταθέτω]] τα όπλα, παραδίδομαι στον εχθρό<br />iv) (με το επίρρ. <i>εὖ</i>) [[διατηρώ]] τον οπλισμό μου σε καλή [[κατάσταση]] (<b>Ξεν.</b>, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ι) «τίθεμαι τὰς ἀσπίδας» — παραδίδομαι στον εχθρό (<b>Ξεν.</b>)<br />ια) «πόλεμον τίθεμαι» — [[καταπαύω]] τον πόλεμο (<b>Θουκ.</b>)<br />ιβ) «τίθεμαι παῑδα... υἱὸν ὑπὸ ζώνῃ»<br />(για [[γυναίκα]]) [[μένω]] [[έγκυος]] (Ύμν. Αφρ.)<br />ιγ) «[[πόδα]] [[τίθημι]]» — [[περπατώ]], [[βαδίζω]] ή [[τρέχω]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ιδ) «[[τίθημι]] τὰ γόνατα»<br />(στην ΚΔ) [[κλίνω]] τα γόνατα, [[γονατίζω]]<br />ιε) «ἐν ὄμμασι τίθεσθαι» — [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] στα μάτια κάποιου<br />ιστ) «[[τίθημι]] εἰς [[μέσον]] [ή ἐς μέσσον]» — [[ορίζω]] ως [[βραβείο]] σε αγώνα<br />ιζ) «[[τίθημι]] τι εἰς τὸ κοινόν» — [[θέτω]] μια [[πρόταση]], [[κυρίως]] [[πολιτική]] [[ενέργεια]], στην [[κρίση]] του λαού (<b>Ξεν.</b>)<br />ιη) «ἐν μέσῳ [[τίθημι]] τι» — [[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] σε [[παρένθεση]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ιθ) «τίθεμαι [[ὄνομα]] [ή [[οὔνομα]]]» — [[δίνω]] στο [[παιδί]] μου το όνομά μου ή το όνομα που εγώ [[επιθυμώ]]<br />κ) «[[τίθημι]] νόμον»<br />(για νομοθέτη) [[θεσμοθετώ]]<br />κα) «τίθεμαι νόμον»<br />(για λαό, [[ιδίως]] στις δημοκρατικές πολιτείες) [[ψηφίζω]] νόμο, [[παίρνω]] [[μέρος]] στην [[ψήφιση]] νόμων<br />κβ) «σκῆψιν [[τίθημι]]» — [[προφασίζομαι]] (<b>Σοφ.</b>)<br />κγ) «τίθεμαι ἡμέραν» — [[ορίζω]] από κοινού μία [[ημέρα]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />κδ) «[[τίθημι]] διαθήκην» — [[κάνω]] [[διαθήκη]] <b>πάπ.</b><br />κε) «τίθημί τινα ἄλοχόν τινος» — [[μεσολαβώ]] προκειμένου να παντρευτεί [[ένας]] [[άνδρας]] μια [[γυναίκα]], [[γίνομαι]] [[προξενητής]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />κστ) «γέλων τίθημί τινι» — [[προξενώ]] [[γέλιο]] σε κάποιους (<b>Ευρ.</b>)<br />κζ) «λόγους [[τίθημι]] εἰς [[μέτρα]]» — [[μετατρέπω]] τον πεζό σε ποιητικό λόγο (<b>Πλάτ.</b>)<br />κη) «γέλωτα τίθεμαί τινα» — [[κάνω]] κάποιον [[αντικείμενο]] γέλιου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />κθ) «παῑδα [ή υἱὸν τίθεμαι]» — [[υιοθετώ]] κάποιον (<b>Πλάτ.</b>)<br />λ) «φίλον ἐμαυτῷ τίθεμαι» — [[θεωρώ]] κάποιον ως φίλο μου<br />λα) «οὐδαμοῡ τίθημί τι» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως ανάξιο λόγου ή προσοχής (<b>Δημοσθ.</b>)<br />λβ) «τίθεμαι μάχην» — [[συνάπτω]] [[μάχη]]<br />λγ) «μαρτύρια τίθεμαι» — [[παρουσιάζω]] μαρτυρίες (<b>Ηρόδ.</b>)<br />λδ) «τίθεμαί τινός τι» — [[παίρνω]] [[κάτι]] από κάποιον (<b>Πίνδ.</b>)<br />λε) «τίθεμαι πόνον» — [[προξενώ]] βάσανα, ενοχλήσεις στον εαυτό μου (<b>Αισχύλ.</b>)<br />λστ) «σκέδασιν [[τίθημι]]» — [[διασκορπίζω]] (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />λζ) «[[τίθημι]] κρυφόν» — [[κρύβω]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />λη) «νέμεσιν [[τίθημι]]» — οργίζομαι ή [[αγανακτώ]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />λθ) «[[τίθημι]] αἶνον» — [[επαινώ]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />μ) «[[τίθημι]] σωτηρίαν τινί» — [[σώζω]] κάποιον (<b>Ευρ.</b>)<br />μα) «τίθεμαι μάχην» — [[μάχομαι]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />μβ) «τίθεμαι θυσίαν» — [[θυσιάζω]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />μγ) «τίθεμαι γάμον» — παντρεύομαι (<b>Πίνδ.</b>)<br />μδ) «σπουδὴν τίθεμαι» — [[σπεύδω]] (<b>Σοφ.</b>)<br />με) «πρόνοιαν τίθεμαι» — [[προνοώ]] (<b>Σοφ.</b>)<br />μστ) «τίθεμαι λησμοσύναν τινῶν» — [[λησμονώ]] [[κάτι]] (<b>Σοφ.</b>)<br />μζ) «τίθεμαι συγγνωμοσύνην» — [[συγχωρώ]] (<b>Σοφ.</b>)<br />μη) «τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα θήσομαι» — θα εκμεταλλευθώ την καλή [[τύχη]] τών κυρίων μου (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i>, με ενεστ. διπλασιασμό (<b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>δω</i>-<i>μι</i>) ανάγεται στην ΙΕ μακρόφωνη [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ē</i>- με αρχική σημ. «[[τοποθετώ]] [[κάτι]] σε [[μέρος]] μόνιμο και σταθερό», από όπου «[[ιδρύω]], [[θεμελιώνω]], [[δημιουργώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[θεμέλιο]], [[θέμις]], [[θεσμός]]). Στη [[συνέχεια]] το ρ. χρησιμοποιήθηκε γενικά με τη σημ. «[[τοποθετώ]]». Από την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας έχει σχηματιστεί ο αόρ. <i>ἔθηκα</i>, που μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή: <i>teke</i> και <i>poroteke</i> (= <i>πρόθηκε</i>) και αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. <i>adh</i><i>ā</i><i>t</i>, αρχ. περσ. <i>ad</i><i>ā</i>, λατ. <i>f</i><i>ē</i><i>cit</i> (απ' όπου ο ενεστ. <i>facio</i>). Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας ανάγονται [[επίσης]] ο μέλλ. [[θήσω]], οι παρακμ. <i>τέθηκα</i> και <i>τέθημαι</i> (ενώ οι τ. <i>τέθεικα</i> και <i>τέθειμαι</i> [[είναι]] αναλογικοί τών [[εἷκα]], [[εἷμαι]] του [[ἵημι]]) και τα παράγωγα [[θῆμα]], <i>ἀνά</i>-<i>θημα</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>dh</i><i>ā</i><i>man</i>-) και [[θημών]], [[θημωνιά]]. Στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>θε</i> ανάγονται: ο [[μέσος]] αόρ. <i>ἔθετο</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>adhita</i>) και τα ονοματ. παράγωγα [[θέσις]], [[θέμα]], [[θέτης]], [[θετός]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>hita</i>-, λατ. <i>con</i>-<i>ditus</i>), [[θεμός]] (απ' όπου τα [[θέμεθλον]], [[θεμέλιον]]), [[θέμις]], [[θεσμός]]. Στην απαθή και ετεροιωμένη [[βαθμίδα]], [[τέλος]], της ρίζας ανάγονται οι λ. [[θήκη]] και [[θωμός]] (<b>βλ.</b> και λ. [[θᾶκος]], [[θαμά]], [[θάμνος]]). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. [[θέτω]] <b>βλ. λ.</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θέμα]], [[θέση]], [[θετός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θετήρ]], [[θήμα]], [[θημών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[θέτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό. Στη Νέα Ελληνική έχει διατηρηθεί μόνο η [[μέση]] [[φωνή]], <b>πρβλ.</b> [[ίστημι]]). [[ανατίθημι]], <i>αντεπιτίθημι</i>, [[αντιτίθημι]], [[αποτίθημι]], [[διατίθημι]], [[εκτίθημι]], [[επανατίθημι]], [[επιπροστίθημι]], [[επιτίθημι]], [[μετατίθημι]], [[παρατίθημι]], [[προδιατίθημι]], [[προστίθημι]], [[προτίθημι]], [[συγκατατίθημι]], [[συντίθημι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ειστίθημι]], [[εντίθημι]], [[κατατίθημι]], [[παρακατατίθημι]], [[περιτίθημι]] [[προϋποτίθημι]], [[υπερτίθημι]], [[υποτίθημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αποσυντίθεμαι</i>, [[εναποτίθεμαι]]<br /><b>απρόσ.</b> <i>υποτίθεται</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm