Anonymous

ἀνακλίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακλίνω''': ποιητ. ἀγκλ- (ἴδε [[κλίνω]]): ― [[στηρίζω]] τι ἐπί τινος, [[[τόξον]]] [[ποτὶ]] γαίῃ [[ἀγκλίνας]], πρὸς τῇ γῇ ἀνακλίνας αὐτό, Ἰλ. Δ. 113· ἀν. ἑαυτοὺς ἐπὶ τὸ [[ἐναντίον]], ἐπὶ ναυτῶν παλαιόντων κατὰ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστ. Μηχαν. 7. 2: ― ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ παθητικῷ, [[κεῖμαι]], βυθίζομαι ἢ ἐπερείδομαι, «ἀκκουμβῶ» [[ὀπίσω]], [[ἀνάκειμαι]], Λατ. resupinari, ἀνακλινθεὶς πέσεν [[ὕπτιος]] Ὀδ. Ι. 371· ἐπὶ κοιμωμένων, Σ. 189· ἐπὶ ἐρετῶν, Ν. 78· περὶ ἐλέφαντος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 9: ― παρὰ μεταγενεστέροις ἀντὶ τοῦ κατακλίνομαι, ἴδε ἐν λ. [[συνανακλίνομαι]]. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐδάφους, εἶμαι [[ἀνάντης]], [[ἀνωφερής]], ἔχων κλίσιν πρὸς τὰ ἄνω, Γεωπ. 2. 3, 1. ΙΙ. ὠθῶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἀνοίγω (ἴδε [[ἀνίημι]] ΙΙ.), θύραν [[ἀγκλίνας]] Ὀδ. Χ. 156· οὕτω περὶ τῆς θύρας τοῦ Ὀλύμπου, ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν [[νέφος]] ἠδ’ ἐπιθεῖναι Ἰλ. Ε. 751· καὶ περὶ τῆς θύρας τοῦ δουρείου ἵππου, Ὀδ. Λ. 525· πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 6· τὴν θύρην τὴν καταπηκτὴν ἀν., δηλ. τὴν καταπακτήν, τὴν «κλαβανήν», Ἡρόδ. 5. 16. ΙΙΙ. [[κλίνω]] τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἑπομ. ἀνυψῶ, τὴν τῆς ψυχῆς αὐγὴν Πλάτ. Πολ. 540Α. IV. διαρρηγνύω [[τεῖχος]], ἐπὶ τοῦ κριοῦ (τῆς πολιορκητικῆς μηχανῆς), Παυσ. 7. 24. 10.
|lstext='''ἀνακλίνω''': ποιητ. ἀγκλ- (ἴδε [[κλίνω]]): ― [[στηρίζω]] τι ἐπί τινος, ([[τόξον]]) [[ποτὶ]] γαίῃ [[ἀγκλίνας]], πρὸς τῇ γῇ ἀνακλίνας αὐτό, Ἰλ. Δ. 113· ἀν. ἑαυτοὺς ἐπὶ τὸ [[ἐναντίον]], ἐπὶ ναυτῶν παλαιόντων κατὰ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστ. Μηχαν. 7. 2: ― ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ παθητικῷ, [[κεῖμαι]], βυθίζομαι ἢ ἐπερείδομαι, «ἀκκουμβῶ» [[ὀπίσω]], [[ἀνάκειμαι]], Λατ. resupinari, ἀνακλινθεὶς πέσεν [[ὕπτιος]] Ὀδ. Ι. 371· ἐπὶ κοιμωμένων, Σ. 189· ἐπὶ ἐρετῶν, Ν. 78· περὶ ἐλέφαντος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 9: ― παρὰ μεταγενεστέροις ἀντὶ τοῦ κατακλίνομαι, ἴδε ἐν λ. [[συνανακλίνομαι]]. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐδάφους, εἶμαι [[ἀνάντης]], [[ἀνωφερής]], ἔχων κλίσιν πρὸς τὰ ἄνω, Γεωπ. 2. 3, 1. ΙΙ. ὠθῶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἀνοίγω (ἴδε [[ἀνίημι]] ΙΙ.), θύραν [[ἀγκλίνας]] Ὀδ. Χ. 156· οὕτω περὶ τῆς θύρας τοῦ Ὀλύμπου, ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν [[νέφος]] ἠδ’ ἐπιθεῖναι Ἰλ. Ε. 751· καὶ περὶ τῆς θύρας τοῦ δουρείου ἵππου, Ὀδ. Λ. 525· πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 6· τὴν θύρην τὴν καταπηκτὴν ἀν., δηλ. τὴν καταπακτήν, τὴν «κλαβανήν», Ἡρόδ. 5. 16. ΙΙΙ. [[κλίνω]] τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἑπομ. ἀνυψῶ, τὴν τῆς ψυχῆς αὐγὴν Πλάτ. Πολ. 540Α. IV. διαρρηγνύω [[τεῖχος]], ἐπὶ τοῦ κριοῦ (τῆς πολιορκητικῆς μηχανῆς), Παυσ. 7. 24. 10.
}}
}}
{{bailly
{{bailly