Anonymous

σπουδαῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / σπουδαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για πρόσ. και για πράγμ.) [[άξιος]] [[μεγάλης]] προσοχής, [[σημαντικός]], [[εξαίρετος]] (α. «[[σπουδαίος]] [[άνθρωπος]]» β. «σπουδαίο [[έργο]]» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», <b>Πλάτ.</b><br />δ. «[[δώρον]] οὐ σπουδαῑον εἰς ὄψιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με [[ηθική]] σημ.</b>) [[ενάρετος]], [[χρηστός]] («[[σπουδαίος]] [[χαρακτήρας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επωφελής]], [[επικερδής]] («ανέλαβε μια σπουδαία δουλειά»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κάνει τον σπουδαίο» — φαντάζεται ότι έχει [[σπουδαιότητα]] και συμπεριφέρεται ανάλογα<br />β) «σπουδαίο [[πράμα]]» — λέγεται ειρωνικά για [[κάτι]] εντελώς ασήμαντο<br />γ) «σπουδαία τα λάχανα» — λέγεται ειρωνικά για [[κάτι]] ασήμαντο και αδιάφορο<br />δ) «σπουδαίο [[πρόσωπο]]» ή «σπουδαίο [[υποκείμενο]]» — λέγεται ειρωνικά για μηδαμινό άνθρωπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> γρήγορος, [[ταχύς]] («οὐ σπουδαῑος τοὺς [[πόδας]] [[[ἵππος]]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σοβαρό ύφος, αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό<br /><b>3.</b> [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει εξαιρετική [[ικανότητα]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σπουδαῑον</i><br />α) η [[ταχύτητα]], η [[γρηγοράδα]]<br />β) το [[αγαθό]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «σπουδαῑον ἐστί μοί τι» — έχει [[μεγάλη]] [[σημασία]] για μένα (<b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σπουδαίως]] ΝΜΑ, και <i>σπουδαία</i> Ν<br />με [[σπουδαιότητα]] και [[σοβαρότητα]] («στήσαντα τὸ [[πρόσωπον]] [[σπουδαίως]] καὶ εὐσχημόνως», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. <i>σπουδαία</i>)<br /><b>1.</b> με [[μεγάλη]] [[βαρύτητα]] και [[σημασία]], [[εξαίρετα]]<br /><b>2.</b> (ως [[έκφραση]] επιδοκιμασίας) [[έξοχα]], εξαιρετικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[ταχύτητα]], [[γρήγορα]]<br /><b>2.</b> (το υπερθ.) <i>σπουδαιότατα</i><br />με [[πάρα]] πολύ [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπουδή]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σπεύδω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοιρ</i>-<i>αῖος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / σπουδαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για πρόσ. και για πράγμ.) [[άξιος]] [[μεγάλης]] προσοχής, [[σημαντικός]], [[εξαίρετος]] (α. «[[σπουδαίος]] [[άνθρωπος]]» β. «σπουδαίο [[έργο]]» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», <b>Πλάτ.</b><br />δ. «[[δώρον]] οὐ σπουδαῑον εἰς ὄψιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με [[ηθική]] σημ.</b>) [[ενάρετος]], [[χρηστός]] («[[σπουδαίος]] [[χαρακτήρας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επωφελής]], [[επικερδής]] («ανέλαβε μια σπουδαία δουλειά»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κάνει τον σπουδαίο» — φαντάζεται ότι έχει [[σπουδαιότητα]] και συμπεριφέρεται ανάλογα<br />β) «σπουδαίο [[πράμα]]» — λέγεται ειρωνικά για [[κάτι]] εντελώς ασήμαντο<br />γ) «σπουδαία τα λάχανα» — λέγεται ειρωνικά για [[κάτι]] ασήμαντο και αδιάφορο<br />δ) «σπουδαίο [[πρόσωπο]]» ή «σπουδαίο [[υποκείμενο]]» — λέγεται ειρωνικά για μηδαμινό άνθρωπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> γρήγορος, [[ταχύς]] («οὐ σπουδαῑος τοὺς [[πόδας]] ([[ἵππος]])», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σοβαρό ύφος, αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό<br /><b>3.</b> [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει εξαιρετική [[ικανότητα]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σπουδαῑον</i><br />α) η [[ταχύτητα]], η [[γρηγοράδα]]<br />β) το [[αγαθό]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «σπουδαῑον ἐστί μοί τι» — έχει [[μεγάλη]] [[σημασία]] για μένα (<b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σπουδαίως]] ΝΜΑ, και <i>σπουδαία</i> Ν<br />με [[σπουδαιότητα]] και [[σοβαρότητα]] («στήσαντα τὸ [[πρόσωπον]] [[σπουδαίως]] καὶ εὐσχημόνως», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. <i>σπουδαία</i>)<br /><b>1.</b> με [[μεγάλη]] [[βαρύτητα]] και [[σημασία]], [[εξαίρετα]]<br /><b>2.</b> (ως [[έκφραση]] επιδοκιμασίας) [[έξοχα]], εξαιρετικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[ταχύτητα]], [[γρήγορα]]<br /><b>2.</b> (το υπερθ.) <i>σπουδαιότατα</i><br />με [[πάρα]] πολύ [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπουδή]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σπεύδω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοιρ</i>-<i>αῖος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm