Anonymous

χαλκεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκεύω''': [[κατασκευάζω]] ἐκ χαλκοῦ, ἢ ([[καθόλου]]) ἐκ μετάλλου, [[κατεργάζομαι]] διὰ τοῦ πυρὸς καὶ τῆς σφύρας, δαίδαλα πολλὰ Ἰλ. Σ. 400· [[ξίφος]] Σοφ. Αἴ. 1034, Πλάτ., κλπ.· ἐὰν τὸν χαλκέα τις αὐτὸν χαλκεύσῃ Πλάτ. Εὐθύδ. 301D· μεταφορ., ἀψευδεῖ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν Πινδ. Π. 1. 167· ― ἐπὶ [[μέσης]] ἀκριβῶς σημασίας, πέδας χαλκεύεται αὐτῷ Θέογν. 539· χαλκεύεσθαι μηνίσκους φορεῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1114· ἐχαλκεύσατο κράνη... ὁλοσίδηρα Πλουτ. Κάμιλ. 40. ― Παθ., [[κατεργάζομαι]], σφυρηλατοῦμαι, διαπλάττομαι, ἐξ ἀδάμαντος ἠὲ σιδήρου κεχάλκευται Πινδ. Ἀποσπ. 88 ἀφ’ ὁπόσων ταλάτων κεχ., ἀντὶ πόσων ταλάντων, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 11· τῶν κεχαλκευμένων πρὸς ἀπώλειαν ὅπλων Διόδ. 17. 58· μεταφορ., ἐπὶ τοῖς δεδεμένοις χαλκεύεται [[[ταῦτα]]], τὰ ὅπλα [[ταῦτα]] κατασκευάζονται [[ἐναντίον]] τῶν..., Ἀριστοφ. Ἱππ. 469. ΙΙ. ἀπολ., εἶμαι [[σιδηρουργός]], [[ἐργάζομαι]] ὡς [[σιδηρουργός]], χειρίζομαι τὴν σφῦραν, Ξεν. Ἀπομν. 163, 513, Θουκ. 3. 88, Πλάτ. Πολ. 396Α· τὸ χαλκεύειν, ἡ [[τέχνη]], τὸ [[ἔργον]] τοῦ χαλκέως, τοῦ σιδηρουργοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 22.
|lstext='''χαλκεύω''': [[κατασκευάζω]] ἐκ χαλκοῦ, ἢ ([[καθόλου]]) ἐκ μετάλλου, [[κατεργάζομαι]] διὰ τοῦ πυρὸς καὶ τῆς σφύρας, δαίδαλα πολλὰ Ἰλ. Σ. 400· [[ξίφος]] Σοφ. Αἴ. 1034, Πλάτ., κλπ.· ἐὰν τὸν χαλκέα τις αὐτὸν χαλκεύσῃ Πλάτ. Εὐθύδ. 301D· μεταφορ., ἀψευδεῖ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν Πινδ. Π. 1. 167· ― ἐπὶ [[μέσης]] ἀκριβῶς σημασίας, πέδας χαλκεύεται αὐτῷ Θέογν. 539· χαλκεύεσθαι μηνίσκους φορεῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1114· ἐχαλκεύσατο κράνη... ὁλοσίδηρα Πλουτ. Κάμιλ. 40. ― Παθ., [[κατεργάζομαι]], σφυρηλατοῦμαι, διαπλάττομαι, ἐξ ἀδάμαντος ἠὲ σιδήρου κεχάλκευται Πινδ. Ἀποσπ. 88 ἀφ’ ὁπόσων ταλάτων κεχ., ἀντὶ πόσων ταλάντων, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 11· τῶν κεχαλκευμένων πρὸς ἀπώλειαν ὅπλων Διόδ. 17. 58· μεταφορ., ἐπὶ τοῖς δεδεμένοις χαλκεύεται ([[ταῦτα]]), τὰ ὅπλα [[ταῦτα]] κατασκευάζονται [[ἐναντίον]] τῶν..., Ἀριστοφ. Ἱππ. 469. ΙΙ. ἀπολ., εἶμαι [[σιδηρουργός]], [[ἐργάζομαι]] ὡς [[σιδηρουργός]], χειρίζομαι τὴν σφῦραν, Ξεν. Ἀπομν. 163, 513, Θουκ. 3. 88, Πλάτ. Πολ. 396Α· τὸ χαλκεύειν, ἡ [[τέχνη]], τὸ [[ἔργον]] τοῦ χαλκέως, τοῦ σιδηρουργοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 22.
}}
}}
{{bailly
{{bailly