Anonymous

χνόος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  10 January 2021
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χνόος''': ὁ, Ἀττ. συνηρ. χνοῦς, γεν. χνοῦ· τὴν δοτ, χνοΐ παρὰ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 10, 7, μεταβάλλει ὁ Schneid. ἐις χροΐ· (ἡ χνοῦς, «χνοῦν: τὸ [[λεπτὸν]] τοῦ ἀχύρου, Ἀριστοφάνης. [[Εὐριπίδης]] δὲ θηλυκῶς τὴν χνοῦν» Γραμματικὸς ἐν τοῖς Ἀνεκδότοις Bachm. 1. 418)· πᾶσα ἐλαφρὰ καὶ πορώδης [[οὐσία]], ἁλὸς [[χνόος]], ὁ [[ἀφρός]], [[ὅστις]] συνάγεται κατὰ τὴν ἀκτὴν τῆς θαλάσσης (πρβλ. [[ἁλοσάχνη]]), Ὀδ. Ζ. 226· πωλικὸς χν., ὁ ἀφρὸς τοῦ πώλου δηλ. τοῦ ἵππου, Ἀνθ. Παλατ. 6. 156· [[ὡσαύτως]] ἔρια ἐξεσμένα πρὸς πλήρωσιν προσκεφαλαίων ἢ στρωμάτων, Ἱππ. 612· 301· - παροιμ. ἐπὶ μαλακῶν πραγμάτων· εἰς. ἄχυρα καὶ χνοῦν Ἀριστ. Ἀποσπ. 59. ΙΙ. ὁ λεπτὸς χνοῦς ὁ ἐπὶ τοῦ ἄνθους ἢ τοῦ σπέρματος φυτῶν τινων, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστορ. 2. 8, 4, πρβλ. Διόδ. 2. 59· τὸ χνοῦδι καρπῶν τινων, μήλων χνοῦς ἐπικαρπίδιος Ἀνθ. Παλατ. 9. 226· καὶ [[οὕτως]], αἱ πρῶται τρίχες ἐπὶ τῶν παρειῶν ἢ τῆς σιαγόνος κτλ. τῶν νέων, Λατ. lanugo, χνοῦς [[ὥσπερ]] μήλοισιν ἐπήνθει Ἀριστ. Νεφ. 978· [[κοῦρος]] ἔτ’ ἀρτιγένειον ἔχων χνόον Ἀνθ. Παλατ. 9. 219· θηλείαις οὐδ’ ὅσσον ἐπὶ [[χνόος]] ἦλθε παρειαῖς Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 37· [[[θηρίον]]] χνοῦ ἀνάπλεων Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 27, 2. 2) μεταφρ., ἐξωτερικὴ ἐπάνθισις ἀρχαϊκοῦ ὕφους, ὅ τε [[πίνος]] αὐτῇ (δηλ. τῇ γλώσσῃ τοῦ Πλάτωνος) καὶ χνοῦς τῆς ἀρχαιότητος .. ἐπιτρέχει Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 2· ἐπανθεῖ τις .. χνοῦς ἀρχαιοπινὴς ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 38, πρβλ. 5, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 79D.
|lstext='''χνόος''': ὁ, Ἀττ. συνηρ. χνοῦς, γεν. χνοῦ· τὴν δοτ, χνοΐ παρὰ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 10, 7, μεταβάλλει ὁ Schneid. ἐις χροΐ· (ἡ χνοῦς, «χνοῦν: τὸ [[λεπτὸν]] τοῦ ἀχύρου, Ἀριστοφάνης. [[Εὐριπίδης]] δὲ θηλυκῶς τὴν χνοῦν» Γραμματικὸς ἐν τοῖς Ἀνεκδότοις Bachm. 1. 418)· πᾶσα ἐλαφρὰ καὶ πορώδης [[οὐσία]], ἁλὸς [[χνόος]], ὁ [[ἀφρός]], [[ὅστις]] συνάγεται κατὰ τὴν ἀκτὴν τῆς θαλάσσης (πρβλ. [[ἁλοσάχνη]]), Ὀδ. Ζ. 226· πωλικὸς χν., ὁ ἀφρὸς τοῦ πώλου δηλ. τοῦ ἵππου, Ἀνθ. Παλατ. 6. 156· [[ὡσαύτως]] ἔρια ἐξεσμένα πρὸς πλήρωσιν προσκεφαλαίων ἢ στρωμάτων, Ἱππ. 612· 301· - παροιμ. ἐπὶ μαλακῶν πραγμάτων· εἰς. ἄχυρα καὶ χνοῦν Ἀριστ. Ἀποσπ. 59. ΙΙ. ὁ λεπτὸς χνοῦς ὁ ἐπὶ τοῦ ἄνθους ἢ τοῦ σπέρματος φυτῶν τινων, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστορ. 2. 8, 4, πρβλ. Διόδ. 2. 59· τὸ χνοῦδι καρπῶν τινων, μήλων χνοῦς ἐπικαρπίδιος Ἀνθ. Παλατ. 9. 226· καὶ [[οὕτως]], αἱ πρῶται τρίχες ἐπὶ τῶν παρειῶν ἢ τῆς σιαγόνος κτλ. τῶν νέων, Λατ. lanugo, χνοῦς [[ὥσπερ]] μήλοισιν ἐπήνθει Ἀριστ. Νεφ. 978· [[κοῦρος]] ἔτ’ ἀρτιγένειον ἔχων χνόον Ἀνθ. Παλατ. 9. 219· θηλείαις οὐδ’ ὅσσον ἐπὶ [[χνόος]] ἦλθε παρειαῖς Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 37· ([[θηρίον]]) χνοῦ ἀνάπλεων Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 27, 2. 2) μεταφρ., ἐξωτερικὴ ἐπάνθισις ἀρχαϊκοῦ ὕφους, ὅ τε [[πίνος]] αὐτῇ (δηλ. τῇ γλώσσῃ τοῦ Πλάτωνος) καὶ χνοῦς τῆς ἀρχαιότητος .. ἐπιτρέχει Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 2· ἐπανθεῖ τις .. χνοῦς ἀρχαιοπινὴς ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 38, πρβλ. 5, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 79D.
}}
}}
{{bailly
{{bailly