Anonymous

ἅμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  10 January 2021
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἅμα''': [ᾰμ], Δωρ. ἁμᾶ, ὃ ἴδε (ἴδε ἐν τέλ.): Α. ὡς ἐπίρρ., ἀμέσως, συγχρόνως, [[κυρίως]] ἐπὶ χρόνου, συνάπτον δύο διαφόρους ἐνεργείας, κτλ. ἐν τῇ πρώτῃ προτάσει [[συχνάκις]] προστιθέμενον εἰς τά τε ... καί, ὡς: ἅμ’ [[οἰμωγή]] τε καὶ [[εὐχωλή]], Ἰλ. Θ. 64· ἅμα τ’ [[ὠκύμορος]] καὶ [[ὀϊζυρός]], Ἰλ. Α. 417· σέ θ’ ἅμα [[κλαίω]] καὶ ἐμέ, Ἰλ. Ω. 773· σαυτόν θ’ ἅμα κἀμέ, Σοφ. Φ. 772· πρβλ. 119: - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ καὶ μόνον, ἅμα [[πρόσσω]] καὶ [[ὀπίσσω]], Ἰλ. Γ. 109· χειρῶν τε βίης θ’ ἅμα, Ἡσ. Θ. 677· [[ἄνους]] τε καὶ [[γέρων]] ἅμα, Σοφ. Ἀντ. 281, κτλ. 2) ἅμα [[μῦθος]] ἔην, τετέλεστο δὲ [[ἔργον]], ὁ [[λόγος]] ἐλέχθη καὶ τὸ [[ἔργον]] ἀμέσως ἔγεινεν, εὐθὺς ὡς ἐλέχθη ἔγεινεν, Ἰλ. Τ. 242· ἅμ’ [[ἔπος]] τε καὶ [[ἔργον]] ἐμήδετο, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 46: ἅμα [[ἔπος]] [εἶπε] καὶ [[ἔργον]] ἐποίεε, Ἡρόδ. 3. 135, πρβλ. 9. 92: - τοῦτο δὲ συνετμήθη εἰς τὸ ἅμ’ [[ἔπος]], ἅμ’ [[ἔργον]], Παροιμιογρ. 3) ἅμα μὲν ... ἅμα δέ ..., παρ’ Ἀττ., ἐν μέρει μέν..., ἐν μέρει δέ..., Πλάτ. Φαίδων 115D, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 2: - ἅμα τε... καὶ ἅμα, Πλάτ. Γοργ. 497Α: ἅμ’ [[ἡδέως]] ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα, Σοφ. Ἀντ. 436. 4) παρὰ πεζοῖς, ἅμα δε..., καὶ ἅμα τε..., καί..., ἅμα..., καί..., [[ἅπερ]] δύνανται νὰ ἑρμηνευθῶσι διὰ τοῦ ἐν ᾧ... καὶ τοῦ συγχρόνως, ἅμα δὲ [[ταῦτα]] ἔλεγε καὶ ἐπεδείκνυε, Ἡρόδ. 1. 112· ταῦτά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ πέμπει, 8. 5· ἅμα ἀκηκόαμέν τι καὶ τριηράρχους καθίσταμεν, [[μόλις]] ἠκούσαμεν καὶ εὐθὺς διορίζομεν..., Δημ. 50. 18· ἅμα διαλλάττονται καὶ τῆς ἔχθρας ἐπιλανθάνονται, Ἰσοκρ., κτλ. β) ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει τὸ προηγούμενον [[ῥῆμα]] [[πολλάκις]] γίνεται [[μετοχή]], ὡς: βρίζων ἅμα... ἐξήμελξας εὐτραφὲς [[γάλα]], Αἰσχύλ. Χο. 897· ἅμα εἰπὼν ἀντέστη, εὐθὺς ὡς ἐτελείωσε τὸν λόγον, ἠγέρθη, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 47· τῆς ἀγγελίας ἅμα ῥηθείσης ἐβοήθουν, εὐθὺς ὡς ἦλθεν ἡ [[εἴδησις]], [[ἔδραμον]] εἰς βοήθειαν, Θουκ. 2. 5· ἅμα γιγνόμενοι λαμβάνομεν, Πλάτ. Φαίδων 76C: ἡμῖν ἅμα ἀναπαυομένοις, ὁ [[παῖς]] ἀναγνώσεται, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 143Α 5) ἅμα μέν, ἀκολουθούμενον ὑπὸ τοῦ ἔτι δέ, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3· ἅμα μέν ..., [[πρός]] δέ ..., Ἡρόδ. 8. 51, - τὰ ὁποῖα [[εἶναι]] ἀνακόλουθα. II. ἅπαντα τὰ παραδείγματα τοῦ μορίου τούτου ἔχουσι τὴν ἔννοιαν τοῦ χρόνου, ἂν καὶ ἡ [[ἔννοια]] αὕτη [[ἐνίοτε]] ἐμπεριέχει τὴν τοῦ τόπου ἢ τῆς ποιότητος, ὡς ἅμα πάντες ἢ πάντες ἅμα, Ἰλ. Α. 495· ἅμα [[ἄμφω]], Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 15· ἅμα κρατερὸς καὶ [[ἀμύμων]], Ὀδ. Γ. 111, κτλ.: πρβλ. Ἀριστ. Μεταφ. 10.12, 11. III. ἐν χρήσει [[μετὰ]] τῆς σὺν ἢ μετά, Εὐρ. Ἴων 717, Πλάτ. Κριτί. 110Α. IV. ἀπολ. Μετὰ ῥήματος, = κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, συγχρόνως, αἱ πᾶσαι [[[νῆες]]] ἅμα ἐγίγνοντο ἐν τῷ θέρει σ΄ και ν΄ (δηλ. 250), Θουκ. 3. 17, πρβλ. οὐχ ἅμα ἡ [[κτῆσις]] παραγίνεται, Δημ. 658. 6. Β. ὡς πρόθ. [[μετὰ]] δοτ., κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον μετά τινος, [[ὁμοῦ]] μέ, ἅμ’ ἠοῖ = «μὲ τὰ χαράγματα», Ἰλ. Ι. 682, καὶ ἀλλ.: Ἀττ.· ἅμα ἕῳ, ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ, Θουκ. 1. 48., 4. 32· [[οὕτως]]: ἅμ’ ἠελίῳ ἀνιόντι ἢ καταδύντι = συγχρόνως μὲ τὴν ἀνατολὴν ἢ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου. Ἰλ. Σ. 136, 210, καὶ ἀλλ.: ἅμ’ ἡμέρᾳ ἢ συχνότερον ἅμα τῇ ἡμέρᾳ, Ἡρόδ. 3. 86, καὶ ἀλλ., καὶ Ἀττ.· ἅμ’ ἦρι ἀρχομένῳ ἢ ἅμα τῷ ἦρι, μὲ τὴν πρώτην ἄνοιξιν, Θουκ. 5. 20, κτλ.: ἅμα κήδεϊ κεκάρθαι τὰς κεφαλὰς = διαρκοῦντος τοῦ …, Ἡρόδ. 2. 36· ἅμα τειχισμῷ, Θουκ. 7. 20. 2) [[καθόλου]], [[ὁμοῦ]], ἢ μετά τινος, ἅμα Πατρόκλῳ … ἔστιχον, Ἰλ. Π. 257· ὄπασσεν, Ω. 461, καὶ ἀλλ., [[οὕτως]]: Ἑλένην καὶ κτήμαθ’ ἅμ’ αὐτῇ, Γ. 458· ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο, [[ὁμοῦ]] μὲ τὸν ἄνεμον, δηλ. μὲ τὴν ταχύτητα τοῦ ἀνέμου, Ὀδ. Α. 98, δὶς ἐπαναλαμβανόμενον: ἅμ’ αὐτῷ ... ἅμ’ ἕποντο, Λ. 371· οἱ ἅμα Θόαντι, Ἡρόδ. 6.138, πρβλ. Θουκ. 7.57 II. παρὰ Βυζαντίνοις τὸ ἅμα συντάσσεται [[ἐνίοτε]] γενικῇ. (Ἐκ √ΑΜ ἢ √ΟΜ παράγονται καὶ τὰ [[ἁμάκις]], [[ὁμός]], [[ὁμοῦ]], ὁμοῖος, [[ὁμαλός]]· πρβλ. Σανσκρ. sam (= προθ. μετά), saman, samâ (= [[ὁμοῦ]]), Ζενδ. hama (ὁ [[αὐτός]], Ἀγγλ. same)· Λατ. simul, similis, simulo, simia (;)· Γοτθ. sama· Παλ. Σκανδ. samr ἢ sama· (Ἀγγλ. same, ὁ [[αὐτός]])· Παλ. Ὑψ. Γερμ. sama (ἐν τῷ συνθέτῳ zi - samane = Γερμ. zusammen)· πρβλ. α ἀθροιστικόν, [[ἅπαξ]]).
|lstext='''ἅμα''': [ᾰμ], Δωρ. ἁμᾶ, ὃ ἴδε (ἴδε ἐν τέλ.): Α. ὡς ἐπίρρ., ἀμέσως, συγχρόνως, [[κυρίως]] ἐπὶ χρόνου, συνάπτον δύο διαφόρους ἐνεργείας, κτλ. ἐν τῇ πρώτῃ προτάσει [[συχνάκις]] προστιθέμενον εἰς τά τε ... καί, ὡς: ἅμ’ [[οἰμωγή]] τε καὶ [[εὐχωλή]], Ἰλ. Θ. 64· ἅμα τ’ [[ὠκύμορος]] καὶ [[ὀϊζυρός]], Ἰλ. Α. 417· σέ θ’ ἅμα [[κλαίω]] καὶ ἐμέ, Ἰλ. Ω. 773· σαυτόν θ’ ἅμα κἀμέ, Σοφ. Φ. 772· πρβλ. 119: - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ καὶ μόνον, ἅμα [[πρόσσω]] καὶ [[ὀπίσσω]], Ἰλ. Γ. 109· χειρῶν τε βίης θ’ ἅμα, Ἡσ. Θ. 677· [[ἄνους]] τε καὶ [[γέρων]] ἅμα, Σοφ. Ἀντ. 281, κτλ. 2) ἅμα [[μῦθος]] ἔην, τετέλεστο δὲ [[ἔργον]], ὁ [[λόγος]] ἐλέχθη καὶ τὸ [[ἔργον]] ἀμέσως ἔγεινεν, εὐθὺς ὡς ἐλέχθη ἔγεινεν, Ἰλ. Τ. 242· ἅμ’ [[ἔπος]] τε καὶ [[ἔργον]] ἐμήδετο, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 46: ἅμα [[ἔπος]] [εἶπε] καὶ [[ἔργον]] ἐποίεε, Ἡρόδ. 3. 135, πρβλ. 9. 92: - τοῦτο δὲ συνετμήθη εἰς τὸ ἅμ’ [[ἔπος]], ἅμ’ [[ἔργον]], Παροιμιογρ. 3) ἅμα μὲν ... ἅμα δέ ..., παρ’ Ἀττ., ἐν μέρει μέν..., ἐν μέρει δέ..., Πλάτ. Φαίδων 115D, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 2: - ἅμα τε... καὶ ἅμα, Πλάτ. Γοργ. 497Α: ἅμ’ [[ἡδέως]] ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα, Σοφ. Ἀντ. 436. 4) παρὰ πεζοῖς, ἅμα δε..., καὶ ἅμα τε..., καί..., ἅμα..., καί..., [[ἅπερ]] δύνανται νὰ ἑρμηνευθῶσι διὰ τοῦ ἐν ᾧ... καὶ τοῦ συγχρόνως, ἅμα δὲ [[ταῦτα]] ἔλεγε καὶ ἐπεδείκνυε, Ἡρόδ. 1. 112· ταῦτά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ πέμπει, 8. 5· ἅμα ἀκηκόαμέν τι καὶ τριηράρχους καθίσταμεν, [[μόλις]] ἠκούσαμεν καὶ εὐθὺς διορίζομεν..., Δημ. 50. 18· ἅμα διαλλάττονται καὶ τῆς ἔχθρας ἐπιλανθάνονται, Ἰσοκρ., κτλ. β) ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει τὸ προηγούμενον [[ῥῆμα]] [[πολλάκις]] γίνεται [[μετοχή]], ὡς: βρίζων ἅμα... ἐξήμελξας εὐτραφὲς [[γάλα]], Αἰσχύλ. Χο. 897· ἅμα εἰπὼν ἀντέστη, εὐθὺς ὡς ἐτελείωσε τὸν λόγον, ἠγέρθη, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 47· τῆς ἀγγελίας ἅμα ῥηθείσης ἐβοήθουν, εὐθὺς ὡς ἦλθεν ἡ [[εἴδησις]], [[ἔδραμον]] εἰς βοήθειαν, Θουκ. 2. 5· ἅμα γιγνόμενοι λαμβάνομεν, Πλάτ. Φαίδων 76C: ἡμῖν ἅμα ἀναπαυομένοις, ὁ [[παῖς]] ἀναγνώσεται, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 143Α 5) ἅμα μέν, ἀκολουθούμενον ὑπὸ τοῦ ἔτι δέ, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3· ἅμα μέν ..., [[πρός]] δέ ..., Ἡρόδ. 8. 51, - τὰ ὁποῖα [[εἶναι]] ἀνακόλουθα. II. ἅπαντα τὰ παραδείγματα τοῦ μορίου τούτου ἔχουσι τὴν ἔννοιαν τοῦ χρόνου, ἂν καὶ ἡ [[ἔννοια]] αὕτη [[ἐνίοτε]] ἐμπεριέχει τὴν τοῦ τόπου ἢ τῆς ποιότητος, ὡς ἅμα πάντες ἢ πάντες ἅμα, Ἰλ. Α. 495· ἅμα [[ἄμφω]], Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 15· ἅμα κρατερὸς καὶ [[ἀμύμων]], Ὀδ. Γ. 111, κτλ.: πρβλ. Ἀριστ. Μεταφ. 10.12, 11. III. ἐν χρήσει [[μετὰ]] τῆς σὺν ἢ μετά, Εὐρ. Ἴων 717, Πλάτ. Κριτί. 110Α. IV. ἀπολ. Μετὰ ῥήματος, = κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, συγχρόνως, αἱ πᾶσαι ([[νῆες]]) ἅμα ἐγίγνοντο ἐν τῷ θέρει σ΄ και ν΄ (δηλ. 250), Θουκ. 3. 17, πρβλ. οὐχ ἅμα ἡ [[κτῆσις]] παραγίνεται, Δημ. 658. 6. Β. ὡς πρόθ. [[μετὰ]] δοτ., κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον μετά τινος, [[ὁμοῦ]] μέ, ἅμ’ ἠοῖ = «μὲ τὰ χαράγματα», Ἰλ. Ι. 682, καὶ ἀλλ.: Ἀττ.· ἅμα ἕῳ, ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ, Θουκ. 1. 48., 4. 32· [[οὕτως]]: ἅμ’ ἠελίῳ ἀνιόντι ἢ καταδύντι = συγχρόνως μὲ τὴν ἀνατολὴν ἢ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου. Ἰλ. Σ. 136, 210, καὶ ἀλλ.: ἅμ’ ἡμέρᾳ ἢ συχνότερον ἅμα τῇ ἡμέρᾳ, Ἡρόδ. 3. 86, καὶ ἀλλ., καὶ Ἀττ.· ἅμ’ ἦρι ἀρχομένῳ ἢ ἅμα τῷ ἦρι, μὲ τὴν πρώτην ἄνοιξιν, Θουκ. 5. 20, κτλ.: ἅμα κήδεϊ κεκάρθαι τὰς κεφαλὰς = διαρκοῦντος τοῦ …, Ἡρόδ. 2. 36· ἅμα τειχισμῷ, Θουκ. 7. 20. 2) [[καθόλου]], [[ὁμοῦ]], ἢ μετά τινος, ἅμα Πατρόκλῳ … ἔστιχον, Ἰλ. Π. 257· ὄπασσεν, Ω. 461, καὶ ἀλλ., [[οὕτως]]: Ἑλένην καὶ κτήμαθ’ ἅμ’ αὐτῇ, Γ. 458· ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο, [[ὁμοῦ]] μὲ τὸν ἄνεμον, δηλ. μὲ τὴν ταχύτητα τοῦ ἀνέμου, Ὀδ. Α. 98, δὶς ἐπαναλαμβανόμενον: ἅμ’ αὐτῷ ... ἅμ’ ἕποντο, Λ. 371· οἱ ἅμα Θόαντι, Ἡρόδ. 6.138, πρβλ. Θουκ. 7.57 II. παρὰ Βυζαντίνοις τὸ ἅμα συντάσσεται [[ἐνίοτε]] γενικῇ. (Ἐκ √ΑΜ ἢ √ΟΜ παράγονται καὶ τὰ [[ἁμάκις]], [[ὁμός]], [[ὁμοῦ]], ὁμοῖος, [[ὁμαλός]]· πρβλ. Σανσκρ. sam (= προθ. μετά), saman, samâ (= [[ὁμοῦ]]), Ζενδ. hama (ὁ [[αὐτός]], Ἀγγλ. same)· Λατ. simul, similis, simulo, simia (;)· Γοτθ. sama· Παλ. Σκανδ. samr ἢ sama· (Ἀγγλ. same, ὁ [[αὐτός]])· Παλ. Ὑψ. Γερμ. sama (ἐν τῷ συνθέτῳ zi - samane = Γερμ. zusammen)· πρβλ. α ἀθροιστικόν, [[ἅπαξ]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly