Anonymous

ταμιεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰμιεύω''': μέλλ. -εύσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 948, Ἰσαῖ. κλπ. - Μέσ., μέλλ. -εύσομαι Διον. Ἁλ. 1. 82· ἀόρ. ἐταμιευσάμην Διόδ. 4. 12, Λουκ. - Παθ., ἀόρ. ἐταμιεύθην Γρηγ. Ναζ.· πρκμ. τεταμίευμαι Λυσί. 182. 17, Πλούτ. 2. 157Α· ([[ταμίας]]). Εἶμαι [[ταμίας]], εἶμαι [[θησαυροφύλαξ]], ἔχω τὴν ἐπιστασίαν τοῦ ταμείου, [[οὐκέτι]] ἐμοὶ ταμιεύσεις Ἀριστοφ. Ἱππ. 948, Δημ. 1189. 2· σὺ γὰρ ταμιεύουσ’ ἔτυχες Ἀριστοφ. Σφ. 964· τ. καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχειν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 16· - [[μετὰ]] γεν. τῆς Παράλου ταμιεύσας Δημ. 570. 15· τ. τῶν στρατιωτικῶν Πλούτ. 2. 842F· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, αὐταῖς ταμιεύσθαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 419, πρβλ. Ἐκκλ. 600. 2) ἐν Ρώμῃ, εἶμαι [[ταμίας]], quaestor, Πλουτ. Νουμ. 9, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταβ., διαχειρίζομαι, [[διευθύνω]], διοικῶ, Πλάτ. Πολ. 465C· τὰ τῆς πόλεως Λυσί. 162. 43, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 15. - Μέσ., τὰ τίμια ταμιεύεσθαι ἐκ τῆς ψυχῆς Ξεν. Συμπ. 4. 41· ταμιεύεται μικρὰς τὰς ψωμίδας, περὶ τῆς τροφῆς τοῦ πτηνοῦ πορφυρίωνος, Ἀθήν. 388D. - Παθ., τὴν δύναμιν ἐκ τούτου ταμιευομένην Πλάτ. Πολ. 508Β· τοὺς νόμους τεταμιεύμεθα, ἔχομεν παραλάβει τοὺς νόμους, Λυσίας 183. 17· [[[ὕδωρ]]] ἐξ ἀγγείου ταμιευόμενον Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 5, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 4, 5. 2) ἐπὶ διευθύνσεως οἴκου, [[διευθύνω]], [[κανονίζω]], κυβερνῶ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1542, Λυσ. 493 κἑξ., Ξεν.· ― καὶ ἐν τῷ παθ., [[χώρα]] ταμιευομένα τινί, κυβερνωμένη ἢ κατεχομένη ὑπό τινος, Πινδ. Ο. 8. 40. 3) [[ἀποταμιεύω]], [[ἐναποτίθημι]], ταμιεύσας ἐν Ἀκροπόλει τἀριστεῖα τῆς πόλεως Δημ. 741. 4· Ζηνὸς ταμιεύεσκε γονὰς χρυσορύτους, περὶ τῆς Δανάης, Σοφ. Ἀντ. 950 ― Μέσ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 1. 4) μεταφ., κυβερνῶ, [[καλῶς]] [[διευθύνω]], διαχειρίζομαι, ἰσχὺν Ἱππ π. Ἄρθρ. 844 ― Μέσ., οὐκ ἔστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι εἰς ὅσον βουλόμεθα ἄρχειν, δὲν δυνάμεθα νὰ ὁρίσωμεν κατὰ τὸ δοκοῦν τὰ ὅρια [[μέχρι]] τῶν ὁποίων θέλομεν νὰ ἐπεκτείνωμεν τὴν ἐπιχείρησιν ἡμῶν, Θουκ. 6. 18· [[οὕτως]], ἔξεστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι ὁπόσοις ἂν βουλοίμεθα μάχεσθαι Ξεν. Ἀν. 2. 5, 18, πρβλ. Κύρ. 3. 3, 47., 4. 1, 18 ταμιεύομαι τὴν τύχην, τὸν καιρόν, [[κάμνω]] ἀρίστην χρῆσιν τῆς τύχης, τῆς εὐκαιρίας, Διον Ἁλ. 1. 65, κτλ.· ἐς τὸ [[αὔριον]] ταμιεύεσθαι τὸ [[μῖσος]], φυλάττειν..., Λουκ. Προμ. 8· πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 131D. β) [[μετὰ]] γεν., ἐξασκῶ κυριαρχίαν ἐπί..., τοῦ πνεύματος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 27. γ) ἀπολ., [[αὐτόθι]], πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 21.
|lstext='''τᾰμιεύω''': μέλλ. -εύσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 948, Ἰσαῖ. κλπ. - Μέσ., μέλλ. -εύσομαι Διον. Ἁλ. 1. 82· ἀόρ. ἐταμιευσάμην Διόδ. 4. 12, Λουκ. - Παθ., ἀόρ. ἐταμιεύθην Γρηγ. Ναζ.· πρκμ. τεταμίευμαι Λυσί. 182. 17, Πλούτ. 2. 157Α· ([[ταμίας]]). Εἶμαι [[ταμίας]], εἶμαι [[θησαυροφύλαξ]], ἔχω τὴν ἐπιστασίαν τοῦ ταμείου, [[οὐκέτι]] ἐμοὶ ταμιεύσεις Ἀριστοφ. Ἱππ. 948, Δημ. 1189. 2· σὺ γὰρ ταμιεύουσ’ ἔτυχες Ἀριστοφ. Σφ. 964· τ. καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχειν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 16· - [[μετὰ]] γεν. τῆς Παράλου ταμιεύσας Δημ. 570. 15· τ. τῶν στρατιωτικῶν Πλούτ. 2. 842F· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, αὐταῖς ταμιεύσθαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 419, πρβλ. Ἐκκλ. 600. 2) ἐν Ρώμῃ, εἶμαι [[ταμίας]], quaestor, Πλουτ. Νουμ. 9, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταβ., διαχειρίζομαι, [[διευθύνω]], διοικῶ, Πλάτ. Πολ. 465C· τὰ τῆς πόλεως Λυσί. 162. 43, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 15. - Μέσ., τὰ τίμια ταμιεύεσθαι ἐκ τῆς ψυχῆς Ξεν. Συμπ. 4. 41· ταμιεύεται μικρὰς τὰς ψωμίδας, περὶ τῆς τροφῆς τοῦ πτηνοῦ πορφυρίωνος, Ἀθήν. 388D. - Παθ., τὴν δύναμιν ἐκ τούτου ταμιευομένην Πλάτ. Πολ. 508Β· τοὺς νόμους τεταμιεύμεθα, ἔχομεν παραλάβει τοὺς νόμους, Λυσίας 183. 17· ([[ὕδωρ]]) ἐξ ἀγγείου ταμιευόμενον Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 5, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 4, 5. 2) ἐπὶ διευθύνσεως οἴκου, [[διευθύνω]], [[κανονίζω]], κυβερνῶ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1542, Λυσ. 493 κἑξ., Ξεν.· ― καὶ ἐν τῷ παθ., [[χώρα]] ταμιευομένα τινί, κυβερνωμένη ἢ κατεχομένη ὑπό τινος, Πινδ. Ο. 8. 40. 3) [[ἀποταμιεύω]], [[ἐναποτίθημι]], ταμιεύσας ἐν Ἀκροπόλει τἀριστεῖα τῆς πόλεως Δημ. 741. 4· Ζηνὸς ταμιεύεσκε γονὰς χρυσορύτους, περὶ τῆς Δανάης, Σοφ. Ἀντ. 950 ― Μέσ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 1. 4) μεταφ., κυβερνῶ, [[καλῶς]] [[διευθύνω]], διαχειρίζομαι, ἰσχὺν Ἱππ π. Ἄρθρ. 844 ― Μέσ., οὐκ ἔστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι εἰς ὅσον βουλόμεθα ἄρχειν, δὲν δυνάμεθα νὰ ὁρίσωμεν κατὰ τὸ δοκοῦν τὰ ὅρια [[μέχρι]] τῶν ὁποίων θέλομεν νὰ ἐπεκτείνωμεν τὴν ἐπιχείρησιν ἡμῶν, Θουκ. 6. 18· [[οὕτως]], ἔξεστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι ὁπόσοις ἂν βουλοίμεθα μάχεσθαι Ξεν. Ἀν. 2. 5, 18, πρβλ. Κύρ. 3. 3, 47., 4. 1, 18 ταμιεύομαι τὴν τύχην, τὸν καιρόν, [[κάμνω]] ἀρίστην χρῆσιν τῆς τύχης, τῆς εὐκαιρίας, Διον Ἁλ. 1. 65, κτλ.· ἐς τὸ [[αὔριον]] ταμιεύεσθαι τὸ [[μῖσος]], φυλάττειν..., Λουκ. Προμ. 8· πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 131D. β) [[μετὰ]] γεν., ἐξασκῶ κυριαρχίαν ἐπί..., τοῦ πνεύματος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 27. γ) ἀπολ., [[αὐτόθι]], πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 21.
}}
}}
{{bailly
{{bailly