Anonymous

λείπω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  10 January 2021
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λείπω''': παρατ. ἔλειπον Ὅμ., κτλ· μέλλ. λείψω [[αὐτόθι]]· ἀόρ. α΄ ἔλειψα, μόνον παρὰ μεταγεν. συγγραφ., Πολύβ. 12. 15, 12, Ψευδο-Φωκ. 72, (ἀπ-), Ἀνθ. Π. 8. 130, κτλ.· ἄν καὶ ὁ [[τύπος]] λείψας μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. ἢ Ἀντιφάν. ἐν τοῖς Α. Β. 106, καὶ [[εἶναι]] συχνὸν ἐν μεταγεν. ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1988 b c, 3272, 27, κ. ἀλλ.· οὕτω ἀπολείψας, Πυθαγόρου Χρυσ. Ἔπη 70 (Mullach)· ἀλλ’ οἱ δόκιμοι συγγραφεῖς χρῶνται ἀείποτε τῷ ἀορ. β΄ ἔλῐπον Ὅμ., Ἀττ.· - πρκμ. λέλοιπα [[αὐτόθι]]· ὑπερσ. ἐλελοίπειν Ξεν., - Μέσ., ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ, [[μάλιστα]] ἐν συνθέτοις· ἀόρ. β΄ ἐλιπόμην Ἡρόδ. 1. 186., 2. 40, κτλ., Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 169 (ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημ., Ὅμ.). - Παθ., μέσ. μέλλ. [[μετὰ]] παθ. σημ. λείψομαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 198, Ἡρόδ. 7. 8 καὶ 48· [[ὡσαύτως]] λειφθήσομαι Σοφ. Φιλ. 1071· καὶ λελείψομαι Ἰλ. Ω. 742, Ἀττ.· - ἀόρ. ἐλείφθην Πίνδ., Ἀττ.· Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἔλειφθεν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 195· - πρκμ. λέλειμμαι Ὅμ., Ἀττ.· ὑπερσ. ἐλελείμμην, Ἐπικ. λελ- Ὅμ.· Ἐπικ. ἀόρ. [[ὡσαύτως]] ἔλειπτο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 45, κτλ. (Ἐκ τῆς √ ΛΙΠ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἀπαρ. λῐπεῖν, καὶ πᾶσι τοῖς συνθέτοις τοῖς ἀρχομένοις ἀπὸ λιπ-, λιπο-, λιφ- (ἴδε ἐν λέξ. [[λειπανδρέω]]) καὶ λιμπάνω· ἐκ δὲ τῆς ἐκτεταμένης √ ΛΕΙΠ σχηματίζονται τὰ λείπω, λέλοιπα, λοιπός, κτλ. Γοτθ. laib-a (κατάλειμμα), bi-laib-jan (περιλείπειν)· Ἀρχ. Σκανδ. leif-a (ἀφίνω, Ἀγγλ. leave), κτλ.· ἐν τῇ Λατ. τὸ π (p) ἀντικαθίσταται διὰ τοῦ qu, linqu-o, liqu-i, reliqu-us, πρβλ. Ὀσκ. lik-itud (liceto, liceat)· οὕτω Λιθ. lik-ti (linquere)· καὶ ἐν τῇ Σανσκρ. παρομoία μεταβολὴ φαίνεται, riќ, rinak-mi (vacuefacio), πρβλ. τὸ Ζενδ. ric (linquere)· πρβλ. Κκ. ΙΙ. 2). Ι. μεταβ., 1) ἀφίνω, [[ἐγκαταλείπω]], Ἑλλάδα, δώματα, κτλ., Ὅμ.· λ. [[φάος]] ἠελίοιο χερσὶν ὑπὸ Τρώων, ὃ ἐστίν, [[ἀποθνήσκω]], φονεύομαι, Ἰλ. Σ. 11· οὕτω, λ. βίον ὑπό τινος Πλάτ. Νόμ. 872Ε· λ. βίον, βίοτον, κτλ., Σοφ. Ἠλ. 1444, Εὐρ. Ἑλ. 226, κτλ.· αὐτόχειρι σφαγῇ λ. βίον, δι’ αὐτοκτονίας, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 948· οὕτω μετ’ ἀρνήσ., [[[σκόπελον]]] οὔ ποτε [[κῦμα]] λείπει Ἰλ. Β. 396· νιν... χιὼν οὐδαμὰ λ. Σοφ. Ἀντ. 830. β) τἀνάπαλιν, τὸν δ’ ἔκλιπε ψυχὴ Ἰλ. Ε. 696, Ὀδ. Ξ. 426· τόν... λίπε θυμὸς Ἰλ. Δ. 470· ἔπειτά με καὶ λίποι αἰὼν Ε. 685, πρβλ. Ὀδ. Η. 224· λίπε δ’ ὀστέα θυμὸς Ἰλ. Π. 743· ψυχὴ δὲ λέλοιπεν (δηλ. ὀστέα) Ὀδ. Ξ. 134· νῦν δ’ ἤδη πάντα λέλοιπεν (δηλ. ἐμὲ) [[αὐτόθι]] 213· ἐν τοῖς δυσὶ τούτοις χωρίοις τοῖς τελευταίοις τινὲς ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς ἀμετάβ., «ἔφυγαν», «’πῆγαν» (ἴδε κατωτ. ΙΙ). 2) ἀφίνω [[ὀπίσω]] μου, [[καταλείπω]] ἐν τῇ οἰκίᾳ, παῖδα τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες Ὀδ. Ν. 403, πρβλ. Ἰλ. Ε. 480· ἰδίως ἐπὶ ἀποθνησκόντων ἀνθρώπων, [[καταλείπω]], ἀφίνω (ὡς κληρονομίαν), Ἀτρεύς δε θνήσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ [τὸ [[σκῆπτρον]]] Ἰλ. Β. 106, πρβλ. Ε. 157· λ. παῖδα ὀρφανὸν Σοφ. Αἴ. 653· λ. θυγατέρας Πλάτ. Νόμ. 924Ε· οὕτω, πατέρι [[γόον]] καὶ κήδεια... λεῖπε Ἰλ. Ε. 156, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 973· λ. εὔκλειαν ἐν δήμοισι Αἰσχύλ. Χο. 349· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀφίνω [[ὀπίσω]] μου (ὡς ἐνθύμιον εἰς τοὺς μεταγενεστέρους), μνημόσυνα λιπέσθαι Ἡρόδ. 1. 186., 6. 109, κ.ἀλλ.· λιπέσθαι τιμωροὺς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 169· διαδόχους ἑαυτῷ Πλουτ. Αἰμ. 36, κτλ. β) ἀφίνω ἱστάμενον, διαμένοντα, οὐδεμίαν οἰκίαν Ξεν. Ἀν. 7. 4, 1· μηδένα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 41, Πλάτ. Πολ. 567Β, κτλ. 3) ἀφίνω, [[ἐγκαταλείπω]], «ἀφίνω εἰς τοὺς δρόμους» Ἰλ. Π. 368, κτλ.· λ. τινὰ [[χαμαὶ]] Πινδ. Ο. 6. 76· λ. εὕδοντα Σοφ. Φιλ. 273· λ. τὴν [[αὐτοῦ]] φύσιν [[αὐτόθι]] 903· λ. τάξιν Πλάτ. Ἀπολλ. 29Α, κτλ.· λ. ἐράνους, δὲν πληρώνω..., Δημ. 821. 14· λ. δασμόν, φορὰν Ξεν Κύρ. 3. 1, 1 καὶ 34· λ. νόμον Δημ. 776. 12· λ. ὅρκον, μαρτυρίαν, δὲν ἐκτελῶ..., ὁ αὐτ. ἐν 1190. 4., 1365. 21· λοιβάς... οὐ λίπε, δὲν ἠμέλησε, Συλλ. Ἐπιγρ. 153. 8. β) τἀνάπαλιν, λίπον ἰοὶ ἄνακτα, «τοῦ ἔλειψαν», ἐξηντλήθησαν, δὲν τοῦ ἔμειναν ἄλλοι, Λατ. defecerunt eum sagittae, Ὀδ. Χ. 119. ΙΙ. ἀμετάβ. ὡς καὶ νῦν, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 142. 2· ἴδε ἀνωτ. Ι. 1β. 2) [[λείπω]], δὲν [[ὑπάρχω]], [[ἐλλείπω]], δὲν φαίνομαι, ὡς τὸ Λατ. deficio, οὔ τί πω ἔλιπεν ἐκ τοῦδ’ οἴκου... [[αἰκία]] Σοφ. Ἠλ. 514· οὔποτ’ [[ἔρις]] λείψει κατὰ πόλεις Εὐρ. Ἑλ. 1157· τὸ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 133· λείπουσιν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς τρίχες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 8· ἕν σοι λείπει Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 22· μετ’ ἀπαρ., λείπει μὲν οὐδ’ ἃ [[πρόσθεν]] εἴδομεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον’ [[εἶναι]], nihil absunt quin..., Σοφ. Ο. Τ. 1232· οὕτω [[μετὰ]] γεν., βραχὺ λείπει τοῦ μὴ συνάπτειν Πολύβ. 2. 14, 6, κτλ.· [[συχνάκις]] μετ’ ἀριθμητικῶν, κεφάλαιον γίγνεται μικροῦ λείποντος [[πέντε]] καὶ [[δέκα]] τάλαντα Λυσ. 155. 38· οὐ πολὺ λείπει τῶν [[ἐνενήκοντα]] ἐτῶν Πολύβ. 12. 16, 13· τριήρεις [[πέντε]] λείπουσαι τῶν ἑκατὸν καὶ [[εἴκοσι]] Διόδ. 13. 14· - παντὸς λείπει, τοῦ λείπει τὸ πᾶν, ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] διωρθώθη: [[πάντως]]... λυπεῖ), Πλάτ. Νόμ. 728Α· ὁ λιπὼν ὁ αὐτ. ἐν 795Ε· τὸ λεῖπον, [[ἔλλειψις]], Πολύβ. 4. 38, 9, κτλ.· πρβλ. [[ἐλλείπω]]. - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 529 κἑξ. Β. Παθ., καταλείπομαι, [[ἄλοχος]] Φυλάκῃ ἐλέλειπτο, κατελείφθη ἐν Φυλάκῃ, Ἰλ. Β. 700· οἱ δ’ οἷοι λείπονται Ὀδ. Χ. 250, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[μετόπισθε]], κατόπισθε λ. Ἰλ. Γ. 160., Χ. 334, Ὀδ.· παῖδές τοι κατόπισθε λελειμμένοι, καταλειφθέντες [[μετὰ]] θάνατον, Ἰλ. Ω. 687· οὕτω παρ’ Ἀττ., μόνο δή νώ λελειμμένα Σοφ. Ἀντ. 58, κτλ.· τὸ λειπόμενον βίου, quod superset vitae, Συλλ. Ἐπιγρ. 511. 6. 2) [[μένω]], λείπομαι, τριτάτη δ’ ἔτι [[μοῖρα]] λέλειπται Ἰλ. Κ. 253· ἐμοὶ δὲ λελείψεται ἄλγεα λυγρὰ Ω. 742· ὀλίγων σφι ἡμερέων σιτία λείπεται Ἡρόδ. 9. 45· ὃ πᾶσι λ. βροτοῖς... ἐλπὶς Εὐρ. Τρῳ. 676· αὐτόνομοι ἐλείφθημεν Θουκ. 3. 11· ἕως ἄν τι λείπηται ὁ αὐτ. ἐν 8. 81· ― ἀπρόσωπ., λείπεται, ὑπολείπεται, «μένει», reliquum est ut.., μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, πρβλ. Φαῖδρ. 235C. 3) [[μένω]] ζῶν, πολλοὶ δὲ λίποντο Ὀδ. Δ. 495, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 480, Ξεν. Ἀμ. 3. 1, 2. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., 1) καταλείπομαι [[ἄνευ]] τινός, ἐγκαταλείπομαι ὑπό τινος, κτεάνων καὶ φίλων Πίνδ. Ι. 2. 18· σοῦ λελειμμένη Σοφ. Ἀντ. 548· ― ἀλλὰ στρατὸν λελειμένον [[δορός]], [[ὅστις]] παρελείφθη ὑπὸ τοῦ δόρατος, δηλ. δὲν ἐφονεύθη, δὲν ἐσφάγη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 517. 2) ἀφίνομαι [[ὀπίσω]], ὑπολείπομαι ἔν τινι ἀγῶνι, Ἰλ. Ψ. 407, 409· λελειμμένος οἰῶν, [[μένω]] [[ὄπισθεν]] τῶν προβάτων, Ὀδ. Ι. 448, πρβλ. Θ. 125· λείπετο... Μενελάου δουρὸς ἐρωήν, ὑπελείφθη [[ὀπίσω]] τοῦ Μενελάου κατὰ μίαν βολὴν δόρατος, Ἰλ. Ψ. 529· ἐς [[δίσκουρα]] λέλειπτο, εἶχεν ὑπολειφθῆ κατὰ μίαν βολὴν δίσκου, [[αὐτόθι]] 523· κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελεμμένοι Αἰσχύλ. Πρ. 857, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1244· τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσθαι, νὰ μὴ ὑπολείπωνται τοῦ κήρυκος κατὰ τὴν ἐπιστροφήν, Θουκ. 1. 131· λείπομαι τοῦ καιροῦ, [[μένω]] [[ὀπίσω]] (τοῦ καιροῦ), Ξεν. Κύρ. 6. 3, 20· ― [[ἀλλά]], λείπεσθαι ἀπό τινος, [[μένω]] [[μακράν]] τινος, Ἰλ. Ι. 437, 445· λ. βασιλέος ἢ ἀπὸ βασιλέος, αὐτομολῶ ἀπὸ τοῦ βασιλέως, [[ἐγκαταλείπω]], λιποτακτῶ, Ἡρόδ. 8. 113., 9. 66, πρβλ. 56· τῆς ναυμαχίης ὁ αὐτ. 7. 168, πρβλ. 9. 19· [[ἀλλά]], λείπου [[μηδὲ]] σύ, παρθέν’, ἀπ’ οἴκων, μὴ λείψῃς [νὰ ἔλθῃς] ἐκ τῆς οἰκίας, δηλ. νὰ μᾶς ἀκολουθήσῃς, Σοφ. Τρ. 1275· ― ἀπολ., [[μένω]] [[μακράν]], εἶμαι ἀπών, «[[λείπω]]», Ἡρόδ. 7. 229., 8. 44. 3) δὲν [[φθάνω]] τινά, εἶμαι [[κατώτερος]], ἀσθενέστερος, [[χειρότερος]] ἢ μικρότερός τινος, τινος, ὡς τὸ ἐλαττοῦσθαι, ἡττᾶσθαι, ὑστερεῖσθαί τινος, [[διότι]] τὸ [[ῥῆμα]] ἔχει συγκρ. σημασίαν, Ἡρόδ. 7. 48, κτλ.· λείπεσθαί τινος ἔς τι ἢ ἔν τινι ὁ αὐτ. 1. 99, 7. 81 (ἴδε κατωτ. 4)· [[περί]] τι Πολύβ. 6. 52, 8· [[πρός]] τι Σοφ. Τρ. 266· λ. τινός ταχύτητα, ξύνεσιν Ἡρόδ. 7. 86, Θουκ. 6. 72· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγμ., λειφθῆναι μάχης Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 732· οὐδὲν σοῦ ξίφους λελείψομαι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1042· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., λειφθῆναι μάχῃ Αἰσχύλ. Πέρσ. 344· καὶ [[οὕτως]] ἀπολ., ἡττῶμαι, Πολύβ. 1. 62, 6· ὑπό τινος Ἀνθ. Π. 11. 224· λείπεσθαι ἐν τῇ ἀγορανομίᾳ, Λατ. repulsam ferre, Πλουτ. Μάρ. 5, κτλ: ― [[μετὰ]] μετοχ., οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων Ξεν. Οἰκ. 18, 5· ― λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, ὑπολείπεσαι, δὲν ἐννοεῖς τὰ σχέδιά μου, Εὐρ. Ὀρ. 1085· λέλειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησι νόμων ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1246, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 543· ἀπολ., κατὰ μετοχ., ἄνδρας λελειμμένους, ὑποδεεστέρους ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 39· [[ὡσαύτως]], λειπόμενοι, οἱ πτωχοί, Συλλ. Ἐπιγρ. 6254. 7. 4) [[πάσχω]] ἔλλειψιν ἔν τινι πράγματι, ὀδυρμάτων ἐλείπετ’ οὐδὲν Σοφ. Τρ. 937· γνώμας λειπομένα σοφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 474· λελειμμένη τέκνων Εὐρ. Ἴων 680· λελ. λόγου, μὴ ὑπακούσας εἰς τὸν λόγον μου, Σοφ. Αἴ. 543· οὐκ ἔσθ’ ὁποίας λείπεται τόδ’ ἡδονῆς, δὲν ὑπάρχει [[ἡδονή]], τῆς ὁποίας νὰ στερῆται τοῦτο, Εὐρ. Ἀποσπ. 140· μῆνας ἕξ... λειπόμενος (δηλ. τῶν εἴκοσιν ἐτῶν) Ἐπιγρ. Ἑλλ. 519· [[ὡσαύτως]], λ. ἔν τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Σοφ. Ο. Κ. 495· ἴδε ἀνωτ. 3.
|lstext='''λείπω''': παρατ. ἔλειπον Ὅμ., κτλ· μέλλ. λείψω [[αὐτόθι]]· ἀόρ. α΄ ἔλειψα, μόνον παρὰ μεταγεν. συγγραφ., Πολύβ. 12. 15, 12, Ψευδο-Φωκ. 72, (ἀπ-), Ἀνθ. Π. 8. 130, κτλ.· ἄν καὶ ὁ [[τύπος]] λείψας μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. ἢ Ἀντιφάν. ἐν τοῖς Α. Β. 106, καὶ [[εἶναι]] συχνὸν ἐν μεταγεν. ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1988 b c, 3272, 27, κ. ἀλλ.· οὕτω ἀπολείψας, Πυθαγόρου Χρυσ. Ἔπη 70 (Mullach)· ἀλλ’ οἱ δόκιμοι συγγραφεῖς χρῶνται ἀείποτε τῷ ἀορ. β΄ ἔλῐπον Ὅμ., Ἀττ.· - πρκμ. λέλοιπα [[αὐτόθι]]· ὑπερσ. ἐλελοίπειν Ξεν., - Μέσ., ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ, [[μάλιστα]] ἐν συνθέτοις· ἀόρ. β΄ ἐλιπόμην Ἡρόδ. 1. 186., 2. 40, κτλ., Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 169 (ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημ., Ὅμ.). - Παθ., μέσ. μέλλ. [[μετὰ]] παθ. σημ. λείψομαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 198, Ἡρόδ. 7. 8 καὶ 48· [[ὡσαύτως]] λειφθήσομαι Σοφ. Φιλ. 1071· καὶ λελείψομαι Ἰλ. Ω. 742, Ἀττ.· - ἀόρ. ἐλείφθην Πίνδ., Ἀττ.· Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἔλειφθεν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 195· - πρκμ. λέλειμμαι Ὅμ., Ἀττ.· ὑπερσ. ἐλελείμμην, Ἐπικ. λελ- Ὅμ.· Ἐπικ. ἀόρ. [[ὡσαύτως]] ἔλειπτο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 45, κτλ. (Ἐκ τῆς √ ΛΙΠ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἀπαρ. λῐπεῖν, καὶ πᾶσι τοῖς συνθέτοις τοῖς ἀρχομένοις ἀπὸ λιπ-, λιπο-, λιφ- (ἴδε ἐν λέξ. [[λειπανδρέω]]) καὶ λιμπάνω· ἐκ δὲ τῆς ἐκτεταμένης √ ΛΕΙΠ σχηματίζονται τὰ λείπω, λέλοιπα, λοιπός, κτλ. Γοτθ. laib-a (κατάλειμμα), bi-laib-jan (περιλείπειν)· Ἀρχ. Σκανδ. leif-a (ἀφίνω, Ἀγγλ. leave), κτλ.· ἐν τῇ Λατ. τὸ π (p) ἀντικαθίσταται διὰ τοῦ qu, linqu-o, liqu-i, reliqu-us, πρβλ. Ὀσκ. lik-itud (liceto, liceat)· οὕτω Λιθ. lik-ti (linquere)· καὶ ἐν τῇ Σανσκρ. παρομoία μεταβολὴ φαίνεται, riќ, rinak-mi (vacuefacio), πρβλ. τὸ Ζενδ. ric (linquere)· πρβλ. Κκ. ΙΙ. 2). Ι. μεταβ., 1) ἀφίνω, [[ἐγκαταλείπω]], Ἑλλάδα, δώματα, κτλ., Ὅμ.· λ. [[φάος]] ἠελίοιο χερσὶν ὑπὸ Τρώων, ὃ ἐστίν, [[ἀποθνήσκω]], φονεύομαι, Ἰλ. Σ. 11· οὕτω, λ. βίον ὑπό τινος Πλάτ. Νόμ. 872Ε· λ. βίον, βίοτον, κτλ., Σοφ. Ἠλ. 1444, Εὐρ. Ἑλ. 226, κτλ.· αὐτόχειρι σφαγῇ λ. βίον, δι’ αὐτοκτονίας, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 948· οὕτω μετ’ ἀρνήσ., ([[σκόπελον]]) οὔ ποτε [[κῦμα]] λείπει Ἰλ. Β. 396· νιν... χιὼν οὐδαμὰ λ. Σοφ. Ἀντ. 830. β) τἀνάπαλιν, τὸν δ’ ἔκλιπε ψυχὴ Ἰλ. Ε. 696, Ὀδ. Ξ. 426· τόν... λίπε θυμὸς Ἰλ. Δ. 470· ἔπειτά με καὶ λίποι αἰὼν Ε. 685, πρβλ. Ὀδ. Η. 224· λίπε δ’ ὀστέα θυμὸς Ἰλ. Π. 743· ψυχὴ δὲ λέλοιπεν (δηλ. ὀστέα) Ὀδ. Ξ. 134· νῦν δ’ ἤδη πάντα λέλοιπεν (δηλ. ἐμὲ) [[αὐτόθι]] 213· ἐν τοῖς δυσὶ τούτοις χωρίοις τοῖς τελευταίοις τινὲς ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς ἀμετάβ., «ἔφυγαν», «’πῆγαν» (ἴδε κατωτ. ΙΙ). 2) ἀφίνω [[ὀπίσω]] μου, [[καταλείπω]] ἐν τῇ οἰκίᾳ, παῖδα τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες Ὀδ. Ν. 403, πρβλ. Ἰλ. Ε. 480· ἰδίως ἐπὶ ἀποθνησκόντων ἀνθρώπων, [[καταλείπω]], ἀφίνω (ὡς κληρονομίαν), Ἀτρεύς δε θνήσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ [τὸ [[σκῆπτρον]]] Ἰλ. Β. 106, πρβλ. Ε. 157· λ. παῖδα ὀρφανὸν Σοφ. Αἴ. 653· λ. θυγατέρας Πλάτ. Νόμ. 924Ε· οὕτω, πατέρι [[γόον]] καὶ κήδεια... λεῖπε Ἰλ. Ε. 156, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 973· λ. εὔκλειαν ἐν δήμοισι Αἰσχύλ. Χο. 349· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀφίνω [[ὀπίσω]] μου (ὡς ἐνθύμιον εἰς τοὺς μεταγενεστέρους), μνημόσυνα λιπέσθαι Ἡρόδ. 1. 186., 6. 109, κ.ἀλλ.· λιπέσθαι τιμωροὺς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 169· διαδόχους ἑαυτῷ Πλουτ. Αἰμ. 36, κτλ. β) ἀφίνω ἱστάμενον, διαμένοντα, οὐδεμίαν οἰκίαν Ξεν. Ἀν. 7. 4, 1· μηδένα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 41, Πλάτ. Πολ. 567Β, κτλ. 3) ἀφίνω, [[ἐγκαταλείπω]], «ἀφίνω εἰς τοὺς δρόμους» Ἰλ. Π. 368, κτλ.· λ. τινὰ [[χαμαὶ]] Πινδ. Ο. 6. 76· λ. εὕδοντα Σοφ. Φιλ. 273· λ. τὴν [[αὐτοῦ]] φύσιν [[αὐτόθι]] 903· λ. τάξιν Πλάτ. Ἀπολλ. 29Α, κτλ.· λ. ἐράνους, δὲν πληρώνω..., Δημ. 821. 14· λ. δασμόν, φορὰν Ξεν Κύρ. 3. 1, 1 καὶ 34· λ. νόμον Δημ. 776. 12· λ. ὅρκον, μαρτυρίαν, δὲν ἐκτελῶ..., ὁ αὐτ. ἐν 1190. 4., 1365. 21· λοιβάς... οὐ λίπε, δὲν ἠμέλησε, Συλλ. Ἐπιγρ. 153. 8. β) τἀνάπαλιν, λίπον ἰοὶ ἄνακτα, «τοῦ ἔλειψαν», ἐξηντλήθησαν, δὲν τοῦ ἔμειναν ἄλλοι, Λατ. defecerunt eum sagittae, Ὀδ. Χ. 119. ΙΙ. ἀμετάβ. ὡς καὶ νῦν, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 142. 2· ἴδε ἀνωτ. Ι. 1β. 2) [[λείπω]], δὲν [[ὑπάρχω]], [[ἐλλείπω]], δὲν φαίνομαι, ὡς τὸ Λατ. deficio, οὔ τί πω ἔλιπεν ἐκ τοῦδ’ οἴκου... [[αἰκία]] Σοφ. Ἠλ. 514· οὔποτ’ [[ἔρις]] λείψει κατὰ πόλεις Εὐρ. Ἑλ. 1157· τὸ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 133· λείπουσιν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς τρίχες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 8· ἕν σοι λείπει Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 22· μετ’ ἀπαρ., λείπει μὲν οὐδ’ ἃ [[πρόσθεν]] εἴδομεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον’ [[εἶναι]], nihil absunt quin..., Σοφ. Ο. Τ. 1232· οὕτω [[μετὰ]] γεν., βραχὺ λείπει τοῦ μὴ συνάπτειν Πολύβ. 2. 14, 6, κτλ.· [[συχνάκις]] μετ’ ἀριθμητικῶν, κεφάλαιον γίγνεται μικροῦ λείποντος [[πέντε]] καὶ [[δέκα]] τάλαντα Λυσ. 155. 38· οὐ πολὺ λείπει τῶν [[ἐνενήκοντα]] ἐτῶν Πολύβ. 12. 16, 13· τριήρεις [[πέντε]] λείπουσαι τῶν ἑκατὸν καὶ [[εἴκοσι]] Διόδ. 13. 14· - παντὸς λείπει, τοῦ λείπει τὸ πᾶν, ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] διωρθώθη: [[πάντως]]... λυπεῖ), Πλάτ. Νόμ. 728Α· ὁ λιπὼν ὁ αὐτ. ἐν 795Ε· τὸ λεῖπον, [[ἔλλειψις]], Πολύβ. 4. 38, 9, κτλ.· πρβλ. [[ἐλλείπω]]. - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 529 κἑξ. Β. Παθ., καταλείπομαι, [[ἄλοχος]] Φυλάκῃ ἐλέλειπτο, κατελείφθη ἐν Φυλάκῃ, Ἰλ. Β. 700· οἱ δ’ οἷοι λείπονται Ὀδ. Χ. 250, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[μετόπισθε]], κατόπισθε λ. Ἰλ. Γ. 160., Χ. 334, Ὀδ.· παῖδές τοι κατόπισθε λελειμμένοι, καταλειφθέντες [[μετὰ]] θάνατον, Ἰλ. Ω. 687· οὕτω παρ’ Ἀττ., μόνο δή νώ λελειμμένα Σοφ. Ἀντ. 58, κτλ.· τὸ λειπόμενον βίου, quod superset vitae, Συλλ. Ἐπιγρ. 511. 6. 2) [[μένω]], λείπομαι, τριτάτη δ’ ἔτι [[μοῖρα]] λέλειπται Ἰλ. Κ. 253· ἐμοὶ δὲ λελείψεται ἄλγεα λυγρὰ Ω. 742· ὀλίγων σφι ἡμερέων σιτία λείπεται Ἡρόδ. 9. 45· ὃ πᾶσι λ. βροτοῖς... ἐλπὶς Εὐρ. Τρῳ. 676· αὐτόνομοι ἐλείφθημεν Θουκ. 3. 11· ἕως ἄν τι λείπηται ὁ αὐτ. ἐν 8. 81· ― ἀπρόσωπ., λείπεται, ὑπολείπεται, «μένει», reliquum est ut.., μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, πρβλ. Φαῖδρ. 235C. 3) [[μένω]] ζῶν, πολλοὶ δὲ λίποντο Ὀδ. Δ. 495, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 480, Ξεν. Ἀμ. 3. 1, 2. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., 1) καταλείπομαι [[ἄνευ]] τινός, ἐγκαταλείπομαι ὑπό τινος, κτεάνων καὶ φίλων Πίνδ. Ι. 2. 18· σοῦ λελειμμένη Σοφ. Ἀντ. 548· ― ἀλλὰ στρατὸν λελειμένον [[δορός]], [[ὅστις]] παρελείφθη ὑπὸ τοῦ δόρατος, δηλ. δὲν ἐφονεύθη, δὲν ἐσφάγη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 517. 2) ἀφίνομαι [[ὀπίσω]], ὑπολείπομαι ἔν τινι ἀγῶνι, Ἰλ. Ψ. 407, 409· λελειμμένος οἰῶν, [[μένω]] [[ὄπισθεν]] τῶν προβάτων, Ὀδ. Ι. 448, πρβλ. Θ. 125· λείπετο... Μενελάου δουρὸς ἐρωήν, ὑπελείφθη [[ὀπίσω]] τοῦ Μενελάου κατὰ μίαν βολὴν δόρατος, Ἰλ. Ψ. 529· ἐς [[δίσκουρα]] λέλειπτο, εἶχεν ὑπολειφθῆ κατὰ μίαν βολὴν δίσκου, [[αὐτόθι]] 523· κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελεμμένοι Αἰσχύλ. Πρ. 857, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1244· τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσθαι, νὰ μὴ ὑπολείπωνται τοῦ κήρυκος κατὰ τὴν ἐπιστροφήν, Θουκ. 1. 131· λείπομαι τοῦ καιροῦ, [[μένω]] [[ὀπίσω]] (τοῦ καιροῦ), Ξεν. Κύρ. 6. 3, 20· ― [[ἀλλά]], λείπεσθαι ἀπό τινος, [[μένω]] [[μακράν]] τινος, Ἰλ. Ι. 437, 445· λ. βασιλέος ἢ ἀπὸ βασιλέος, αὐτομολῶ ἀπὸ τοῦ βασιλέως, [[ἐγκαταλείπω]], λιποτακτῶ, Ἡρόδ. 8. 113., 9. 66, πρβλ. 56· τῆς ναυμαχίης ὁ αὐτ. 7. 168, πρβλ. 9. 19· [[ἀλλά]], λείπου [[μηδὲ]] σύ, παρθέν’, ἀπ’ οἴκων, μὴ λείψῃς [νὰ ἔλθῃς] ἐκ τῆς οἰκίας, δηλ. νὰ μᾶς ἀκολουθήσῃς, Σοφ. Τρ. 1275· ― ἀπολ., [[μένω]] [[μακράν]], εἶμαι ἀπών, «[[λείπω]]», Ἡρόδ. 7. 229., 8. 44. 3) δὲν [[φθάνω]] τινά, εἶμαι [[κατώτερος]], ἀσθενέστερος, [[χειρότερος]] ἢ μικρότερός τινος, τινος, ὡς τὸ ἐλαττοῦσθαι, ἡττᾶσθαι, ὑστερεῖσθαί τινος, [[διότι]] τὸ [[ῥῆμα]] ἔχει συγκρ. σημασίαν, Ἡρόδ. 7. 48, κτλ.· λείπεσθαί τινος ἔς τι ἢ ἔν τινι ὁ αὐτ. 1. 99, 7. 81 (ἴδε κατωτ. 4)· [[περί]] τι Πολύβ. 6. 52, 8· [[πρός]] τι Σοφ. Τρ. 266· λ. τινός ταχύτητα, ξύνεσιν Ἡρόδ. 7. 86, Θουκ. 6. 72· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγμ., λειφθῆναι μάχης Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 732· οὐδὲν σοῦ ξίφους λελείψομαι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1042· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., λειφθῆναι μάχῃ Αἰσχύλ. Πέρσ. 344· καὶ [[οὕτως]] ἀπολ., ἡττῶμαι, Πολύβ. 1. 62, 6· ὑπό τινος Ἀνθ. Π. 11. 224· λείπεσθαι ἐν τῇ ἀγορανομίᾳ, Λατ. repulsam ferre, Πλουτ. Μάρ. 5, κτλ: ― [[μετὰ]] μετοχ., οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων Ξεν. Οἰκ. 18, 5· ― λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, ὑπολείπεσαι, δὲν ἐννοεῖς τὰ σχέδιά μου, Εὐρ. Ὀρ. 1085· λέλειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησι νόμων ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1246, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 543· ἀπολ., κατὰ μετοχ., ἄνδρας λελειμμένους, ὑποδεεστέρους ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 39· [[ὡσαύτως]], λειπόμενοι, οἱ πτωχοί, Συλλ. Ἐπιγρ. 6254. 7. 4) [[πάσχω]] ἔλλειψιν ἔν τινι πράγματι, ὀδυρμάτων ἐλείπετ’ οὐδὲν Σοφ. Τρ. 937· γνώμας λειπομένα σοφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 474· λελειμμένη τέκνων Εὐρ. Ἴων 680· λελ. λόγου, μὴ ὑπακούσας εἰς τὸν λόγον μου, Σοφ. Αἴ. 543· οὐκ ἔσθ’ ὁποίας λείπεται τόδ’ ἡδονῆς, δὲν ὑπάρχει [[ἡδονή]], τῆς ὁποίας νὰ στερῆται τοῦτο, Εὐρ. Ἀποσπ. 140· μῆνας ἕξ... λειπόμενος (δηλ. τῶν εἴκοσιν ἐτῶν) Ἐπιγρ. Ἑλλ. 519· [[ὡσαύτως]], λ. ἔν τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Σοφ. Ο. Κ. 495· ἴδε ἀνωτ. 3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly