Anonymous

σχίζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  10 January 2021
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σκίζω]] Ν<br /><b>1.</b> [[διανοίγω]], [[κόβω]] [[κάτι]] [[κατά]] [[μήκος]], [[συνήθως]] με βίαιο τρόπο, [[χωρίζω]] σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «[[σχίζω]] ξύλα για το [[τζάκι]]» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διέρχομαι]] [[μέσα]] από [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[ταχύτητα]] σαν να το [[χωρίζω]] στα δύο (α. «το [[πλοίο]] έσχιζε τα [[ήσυχα]] νερά της θάλασσας» β. «[[[θάλασσα]]] οχιζομένη ταῑς κώπαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>σχίζομαι</i><br />διαχωρίζομαι [[κατά]] [[μήκος]], [[διακλαδίζομαι]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>σχισμένος</i> -<i>η</i>, -<i>ο</i> και <i>ἐσχισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />(για [[ένδυμα]] ή για [[υπόδημα]]) αυτός που έχει τρύπες (α. «σχισμένα παπούτσια» β. «[[τριβώνιον]] ἐσχισμένον», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] [[ρωγμή]] («ο [[σεισμός]] έσχισε τις πέτρες»)<br /><b>2.</b> [[προξενώ]] [[τραύμα]] σε κάποιον, [[πληγώνω]] («έσκισε τα πόδια της»)<br /><b>3.</b> [[διαπερνώ]], [[διατρυπώ]] («τα πουλιά έσχιζαν τον αέρα»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> α) [[διαμαρτύρομαι]] έντονα («σχίζεται [[κάθε]] [[φορά]] που λένε [[κάτι]] για τον άντρα της»)<br />β) <b>μτφ.</b> [[καταβάλλω]] υπεράνθρωπες προσπάθειες, [[αγωνίζομαι]] με [[πάθος]] για κάποιον ή για [[κάτι]] («σχίζεται να μέ περιποιηθεί [[κάθε]] [[φορά]] που πάω [[σπίτι]] της»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «σκίζει τα ρούχα του»<br /><b>μτφ.</b> αποποιείται με έντονο τρόπο [[ενοχή]] που αποδίδεται σε αυτόν<br />β) «[[σκίζω]] τη [[γάτα]]»<br /><b>μτφ.</b> (για άνδρα) επιβάλλομαι στη [[γυναίκα]], τήν [[κάνω]] να μέ φοβάται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] [[κάτι]] στα δύο [[καθώς]] το [[διασχίζω]] («Νεῑλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε φυτά ή δένδρα) αποχωρίζομαι ως [[ξεχωριστός]] [[κλάδος]] («σχίζεσθαι ἀπὸ τοῡ στελέχους», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για [[στρατιά]]) διαιρούμαι («στρατιὴ ἐσχίζετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[διίσταμαι]], διαφωνῶ («ἐσχίσθησαν ταῑς γνώμαις», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[χαρακτηρισμός]] τών φτερών πτηνών, τών ποδιών διαφόρων ζώων [[καθώς]] και διαφόρων [[μερών]] του σώματός τους<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σχίζω]] τὰς φλέβας» — [[διαιρώ]] τις φλέβες <b>(ΓΊλάτ.)</b><br />β) «[[σχίζω]] [[γάλα]]» — [[πήζω]] [[γάλα]], [[διαχωρίζω]] την τυρώδη [[ουσία]] από τον ορό (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σχίζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σχίδ</i>-)<i>ώ</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>skei</i>-<i>d</i>- (με οδοντική [[παρέκταση]]) «[[σχίζω]], [[τέμνω]], [[τεμαχίζω]]» και εμφανίζει δασύ εκφραστικό [[σύμφωνο]] -<i>χ</i>- [[αντί]] του κλειστού ινδοευρωπαϊκοῡ -<i>k</i>-. Αρχικός τ. του συστήματος θεωρείται ο αόρ. <i>ἔ</i>-<i>σχισα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔσχιδ</i>-<i>σα</i>) από τον οποίο σχηματίστηκε ο ενεστ. με [[επίθημα]] -<i>jω</i> και υπόλοιποι τ. (<b>πρβλ.</b> [[σχίσμα]], [[σχιστός]], [[ἀποσχίς]], -[[ίδος]], [[σχίζα]], [[σχίδα]], [[σχίδαξ]]). Το ρ. [[σχίζω]] συνδέεται με το λατ. <i>scin</i>-<i>do</i> (που εμφανίζει κλειστό [[σύμφωνο]] -<i>c</i>-και εκφραστικό έρρινο [[ένθημα]]) και το αρχ. ινδ. <i>chi</i>-<i>n</i>-<i>ad</i>-<i>mi</i> (με [[επίσης]] έρρινο [[ένθημα]]). Το κλειστό ουρανικό [[σύμφωνο]] και το έρρινο [[ένθημα]] της Λατινικής εμφανίζουν στην Ελληνική οι εκφραστικοί τ. <i>σκι</i>-<i>ν</i>-<i>δάλαμος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κάλαμος]]), <i>σκι</i>-<i>ν</i>-<i>δ</i>-<i>αλμός</i> (<b>πρβλ.</b> [[οφθαλμός]], [[σκαλμός]]), <i>σκι</i>-<i>ν</i>-<i>δ</i>-<i>ύλιον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εἰδ</i>-<i>ύλιον</i>), απ' όπου τα <i>ἀνα</i>-<i>σχινδυλεύω</i> και [[σχινδύλη]], [[σχινδύλησις]] (για τους τ. [[σκιδαρόν]] και [[σκοῖδος]] <b>βλ.</b> τα αντίστοιχα λήμματα). Από το θ. του ρ. [[σχίζω]] έχει πλαστεί μια [[σειρά]] ξεν. επιστημον. όρων που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια (λ.χ. <i>σχίζογαμία</i>, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>schizogamy</i>, [[σχιζοφρενία]], <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>schizophrenia</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[σχίδαξ]](-<i>ακας</i>), [[σχίζα]], [[σχίσμα]], [[σχισμή]], [[σχισμός]], [[σχίστης]], [[σχιστός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχίδα]], [[σχίδος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[σχιζόπους]], [[σχιζόπτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σχίζανθος]], [[σχιζογαμία]], [[σχιζογραφία]], [[σχιζοειδής]], <i>σχιζοθυμία</i>, [[σχιζομύκητες]], [[σχιζοπροσωπία]], [[σχιζοτριχία]], [[σχιζοφασία]], [[σχιζοφρενία]]. (Β' συνθετικό) [[αποσχίζω]], [[διασχίζω]], [[εκσχίζω]], [[κατασχίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανασχίζω]], [[ενσχίζω]], [[επισχίζω]], [[παρασχίζω]], [[περισχίζω]], [[προσχίζω]], [[συσχίζω]], [[υποσχίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ξανασχίζω</i>, [[ξεσχίζω]]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σκίζω]] Ν<br /><b>1.</b> [[διανοίγω]], [[κόβω]] [[κάτι]] [[κατά]] [[μήκος]], [[συνήθως]] με βίαιο τρόπο, [[χωρίζω]] σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «[[σχίζω]] ξύλα για το [[τζάκι]]» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διέρχομαι]] [[μέσα]] από [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[ταχύτητα]] σαν να το [[χωρίζω]] στα δύο (α. «το [[πλοίο]] έσχιζε τα [[ήσυχα]] νερά της θάλασσας» β. «([[θάλασσα]]) οχιζομένη ταῑς κώπαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>σχίζομαι</i><br />διαχωρίζομαι [[κατά]] [[μήκος]], [[διακλαδίζομαι]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>σχισμένος</i> -<i>η</i>, -<i>ο</i> και <i>ἐσχισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />(για [[ένδυμα]] ή για [[υπόδημα]]) αυτός που έχει τρύπες (α. «σχισμένα παπούτσια» β. «[[τριβώνιον]] ἐσχισμένον», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] [[ρωγμή]] («ο [[σεισμός]] έσχισε τις πέτρες»)<br /><b>2.</b> [[προξενώ]] [[τραύμα]] σε κάποιον, [[πληγώνω]] («έσκισε τα πόδια της»)<br /><b>3.</b> [[διαπερνώ]], [[διατρυπώ]] («τα πουλιά έσχιζαν τον αέρα»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> α) [[διαμαρτύρομαι]] έντονα («σχίζεται [[κάθε]] [[φορά]] που λένε [[κάτι]] για τον άντρα της»)<br />β) <b>μτφ.</b> [[καταβάλλω]] υπεράνθρωπες προσπάθειες, [[αγωνίζομαι]] με [[πάθος]] για κάποιον ή για [[κάτι]] («σχίζεται να μέ περιποιηθεί [[κάθε]] [[φορά]] που πάω [[σπίτι]] της»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «σκίζει τα ρούχα του»<br /><b>μτφ.</b> αποποιείται με έντονο τρόπο [[ενοχή]] που αποδίδεται σε αυτόν<br />β) «[[σκίζω]] τη [[γάτα]]»<br /><b>μτφ.</b> (για άνδρα) επιβάλλομαι στη [[γυναίκα]], τήν [[κάνω]] να μέ φοβάται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] [[κάτι]] στα δύο [[καθώς]] το [[διασχίζω]] («Νεῑλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε φυτά ή δένδρα) αποχωρίζομαι ως [[ξεχωριστός]] [[κλάδος]] («σχίζεσθαι ἀπὸ τοῡ στελέχους», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για [[στρατιά]]) διαιρούμαι («στρατιὴ ἐσχίζετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[διίσταμαι]], διαφωνῶ («ἐσχίσθησαν ταῑς γνώμαις», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[χαρακτηρισμός]] τών φτερών πτηνών, τών ποδιών διαφόρων ζώων [[καθώς]] και διαφόρων [[μερών]] του σώματός τους<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σχίζω]] τὰς φλέβας» — [[διαιρώ]] τις φλέβες <b>(ΓΊλάτ.)</b><br />β) «[[σχίζω]] [[γάλα]]» — [[πήζω]] [[γάλα]], [[διαχωρίζω]] την τυρώδη [[ουσία]] από τον ορό (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σχίζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σχίδ</i>-)<i>ώ</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>skei</i>-<i>d</i>- (με οδοντική [[παρέκταση]]) «[[σχίζω]], [[τέμνω]], [[τεμαχίζω]]» και εμφανίζει δασύ εκφραστικό [[σύμφωνο]] -<i>χ</i>- [[αντί]] του κλειστού ινδοευρωπαϊκοῡ -<i>k</i>-. Αρχικός τ. του συστήματος θεωρείται ο αόρ. <i>ἔ</i>-<i>σχισα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔσχιδ</i>-<i>σα</i>) από τον οποίο σχηματίστηκε ο ενεστ. με [[επίθημα]] -<i>jω</i> και υπόλοιποι τ. (<b>πρβλ.</b> [[σχίσμα]], [[σχιστός]], [[ἀποσχίς]], -[[ίδος]], [[σχίζα]], [[σχίδα]], [[σχίδαξ]]). Το ρ. [[σχίζω]] συνδέεται με το λατ. <i>scin</i>-<i>do</i> (που εμφανίζει κλειστό [[σύμφωνο]] -<i>c</i>-και εκφραστικό έρρινο [[ένθημα]]) και το αρχ. ινδ. <i>chi</i>-<i>n</i>-<i>ad</i>-<i>mi</i> (με [[επίσης]] έρρινο [[ένθημα]]). Το κλειστό ουρανικό [[σύμφωνο]] και το έρρινο [[ένθημα]] της Λατινικής εμφανίζουν στην Ελληνική οι εκφραστικοί τ. <i>σκι</i>-<i>ν</i>-<i>δάλαμος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κάλαμος]]), <i>σκι</i>-<i>ν</i>-<i>δ</i>-<i>αλμός</i> (<b>πρβλ.</b> [[οφθαλμός]], [[σκαλμός]]), <i>σκι</i>-<i>ν</i>-<i>δ</i>-<i>ύλιον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εἰδ</i>-<i>ύλιον</i>), απ' όπου τα <i>ἀνα</i>-<i>σχινδυλεύω</i> και [[σχινδύλη]], [[σχινδύλησις]] (για τους τ. [[σκιδαρόν]] και [[σκοῖδος]] <b>βλ.</b> τα αντίστοιχα λήμματα). Από το θ. του ρ. [[σχίζω]] έχει πλαστεί μια [[σειρά]] ξεν. επιστημον. όρων που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια (λ.χ. <i>σχίζογαμία</i>, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>schizogamy</i>, [[σχιζοφρενία]], <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>schizophrenia</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[σχίδαξ]](-<i>ακας</i>), [[σχίζα]], [[σχίσμα]], [[σχισμή]], [[σχισμός]], [[σχίστης]], [[σχιστός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχίδα]], [[σχίδος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[σχιζόπους]], [[σχιζόπτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σχίζανθος]], [[σχιζογαμία]], [[σχιζογραφία]], [[σχιζοειδής]], <i>σχιζοθυμία</i>, [[σχιζομύκητες]], [[σχιζοπροσωπία]], [[σχιζοτριχία]], [[σχιζοφασία]], [[σχιζοφρενία]]. (Β' συνθετικό) [[αποσχίζω]], [[διασχίζω]], [[εκσχίζω]], [[κατασχίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανασχίζω]], [[ενσχίζω]], [[επισχίζω]], [[παρασχίζω]], [[περισχίζω]], [[προσχίζω]], [[συσχίζω]], [[υποσχίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ξανασχίζω</i>, [[ξεσχίζω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm