Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑδρεύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  10 January 2021
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδρεύω''': ([[ὕδωρ]]) ἀντλῶ, [[λαμβάνω]], ἢ [[φέρω]] [[ὕδωρ]], Ὀδ. Κ. 105, Θέογν. 264· - συνήθως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀντλῶ ἢ [[λαμβάνω]] [[ὕδωρ]] δι’ ἐμαυτόν, [[[κρήνη]]] [[ὅθεν]] ὑδρεύοντο πολῖται Ὀδ. Η. 131. πρβλ. Ρ. 206, Ἡρόδ. 7. 193, Εὐρ. 110. 205· [[ὕδωρ]] ἀνασπάσαντας ὑδρεύεσθαι Θουκ. 4. 97· παρὰ τῶν γειτόνων Πλάτ. Νόμ. 844Β· ἀπὸ τελμάτων ὑδρ. αἱ μέλιτται Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 37· μέλλ. ὑδρευσομένη Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 6. 1. ΙΙ. [[ἀρδεύω]], [[ποτίζω]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 3.
|lstext='''ὑδρεύω''': ([[ὕδωρ]]) ἀντλῶ, [[λαμβάνω]], ἢ [[φέρω]] [[ὕδωρ]], Ὀδ. Κ. 105, Θέογν. 264· - συνήθως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀντλῶ ἢ [[λαμβάνω]] [[ὕδωρ]] δι’ ἐμαυτόν, ([[κρήνη]]) [[ὅθεν]] ὑδρεύοντο πολῖται Ὀδ. Η. 131. πρβλ. Ρ. 206, Ἡρόδ. 7. 193, Εὐρ. 110. 205· [[ὕδωρ]] ἀνασπάσαντας ὑδρεύεσθαι Θουκ. 4. 97· παρὰ τῶν γειτόνων Πλάτ. Νόμ. 844Β· ἀπὸ τελμάτων ὑδρ. αἱ μέλιτται Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 37· μέλλ. ὑδρευσομένη Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 6. 1. ΙΙ. [[ἀρδεύω]], [[ποτίζω]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly