Anonymous

ἀποστρέφω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)"
m (Text replacement - "to have" to "to have")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποστρέφω''': μέλλ. -ψω: Ἰων. ἀόρ. ἀποστρέψασκε Ἰλ. Χ. 197, κτλ.: ― Παθ. καὶ Μέσ.: μέλλ. -στρέψομαι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 36, Πλούτ.: ἀόρ. -εστράφην [ᾰ], Σοφ., Εὐρ., κλ.: μεταγεν. -εστρεψάμην, Ἑβδ.: μέλλ. -στραφήσομαι, Ἑβδ.: πρκμ. -έστραμμαι, Ἡρόδ., κλ.: Ἰων. γ΄ πληθ. ὑπερσ. -εστράφατο ὁ αὐτ. 1. 166. Στρέφω [[ὀπίσω]], Ὅμ. κλ. καὶ [[ἑπομένως]] ἢ [[τρέπω]] εἰς φυγήν, αὐτὰρ Ἀχαιοὺς [[αὖτις]] ἀποστρέψῃσιν Ἰλ. Ο. 62 κτλ. πρβλ., Ἡρόδ. 8. 94, ἢ [[ἀναγκάζω]] τι νὰ στραφῇ [[ὀπίσω]], γυρίζω αὐτὸ [[ὀπίσω]], ἁμάξας... καταλαβόντες καὶ ἀποστρέψαντες προσήλαυνον Ξεν. Κύρ. 4. 3, 1: ― [[στρέφω]] τινὰ [[ὀπίσω]], τὸν [[κάμνω]] νὰ ὑπάγῃ [[ὀπίσω]], ἀπαντᾷ κήρυκι Βοιωτῷ, ὅς αὐτὸν ἀποστρέψας κτλ. Θουκ. 4. 97., 5. 75: ― ἀποστρέψαντες πόδας καὶ χεῖρας, συστρέψαντες [[ὀπίσω]] εἰς τὴν ῥάχιν (καὶ δέσαντες) χεῖρας καὶ πόδας κτλ., Ὀδ. Χ. 173, 190, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1154, Ἀριστοφ. Ἱππ. 264· ἀποστρέφετε τὰς χεῖρας αὐτῶν, ὦ Σκύθαι Ἀριστοφ. Λυσ. 455· ἀπ. τὸν αὐχένα, ὡς τὸ παρ’ Ὁμ. αὖ ἐρύειν Ἡρόδ. 4. 188: ― [[στρέφω]] [[ὀπίσω]], οἱ μὲν ἀποστρέψαντες ἔβαν [[νέας]] ἀμφιελίσσας Ὀδ. Γ. 162· ἴχνι’ ἀποστρέψας, στρέψας τὰ ἴχνη τῶν βοῶν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], [[ὥστε]] νὰ φαίνηται ὅτι οἱ βόες ἐπορεύθησαν πρὸς τὴν ἀντίθετον διεύθυνσιν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 76: [[ἀποστρέφω]], [[στρέφω]] τι πρὸς τὸ [[ἄλλο]] [[μέρος]], αὐχέν’ ἀποστρέψας Θέογν. 858· ἀπέστρεψ’ [[ἔμπαλιν]] παρηίδα Εὐρ. Μήδ. 1148· [[ἀλλά]], τὸ [[πρόσωπον]] [[πρός]] τινα Πλουτ. Ποπλ. 6· ἀνακαλῶ τινα ἔκ τινος μέρους, οἱ Ἔφοροι... ἀποστρέφειν αὐτὸν ἐπειρῶντο ἐξ ἰσθμοῦ Ξεν. Ἀν. 2. 6, 3· φῶτας ἀπέστρεψεν Περσεφόνης ἀδύτων Ἐμπεδ. ἐν Bgk. Λυρ. σ. 431. 2) [[στρέφω]] πρὸς [[ἄλλο]] [[μέρος]], [[μεταφέρω]] πρὸς [[ἄλλο]] [[μέρος]] δι’ ἀντιπερισπασμοῦ, Θουκ. 4. 8, κτλ.· τὸν πόλεμον ἐς Μακεδονίαν Ἀρρ. Ἀν. 2.1,1· [[ἀποτρέπω]] κίνδυνον, κακόν τι, κτλ.· πῆμ’ ἀπ. νόσου Αἰσχύλ. Ἀγ. 850· δίκην Ἀριστοφ. Νεφ. 776· ἀποστρ. τύχην μὴ οὐ γενέσθαι Ἀντιφῶν 143.15· ἀπ. εἰς [[τοὐναντίον]] τοὺς λόγους Πλάτ. Σοφ. 239D. 3) ἀπ. τινά τινος, [[πείθω]] τινὰ νὰ μὴ πράξῃ τι, [[ἀποτρέπω]] αὐτόν, ἀποστρέψας... τοὺς παῖδας αὐτῶν τῶν πολυτελῶν... ἱππωνιῶν Ξεν. Ἱππαρχ. 112. ΙΙ. ὡς εἰ ἦτο ἀμετάβατον (ἐξυπακουομ. τοῦ ἑαυτόν, ἵππον, κτλ.), [[ὑποστρέφω]], Θουκ. 6. 65· ἀπ. [[ὀπίσω]] Ἡρόδ. 4. 43· ἀπ. [[πάλιν]] Σοφ. Ο. Κ. 1403. 2) στρέφομαι κατὰ [[μέρος]], Ἡρόδ. 8.87· ἐπὶ ποταμοῦ, ὁ αὐτ. 4. 52· [[τἀναντία]] ἀπ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12. Β. Παθ., [[λυγίζομαι]] [[ὀπίσω]], κάμπτομαι, αἱ δὲ [[εἴκοσι]] [[[νῆες]]] αἱ περιεοῦσαι ἦσαν ἄχρηστοι· ἀπεστράφατο γὰρ τοὺς ἐμβόλους, [[διότι]] τὰ ἔμβολα αὐτῶν ἐκάμφθησαν, Ἡρόδ. 1. 166, πρβλ. 4. 188· ἀποστραφῆναι τὼ πόδε, ἔχειν τοὺς πόδας περιεστραμμένους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 279· τρίχες ἀπεστραμμέναι, πυκνὰ στρημμέναι, σγουραί, Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 8. ΙΙ. [[στρέφω]] ἐμαυτὸν ἀπό τινος, ἀπ. ἀπ’ [[ἀλλήλων]] ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 5, ἰδίως, 1) [[στρέφω]] τὸ πρόσωπόν μου ἀπό τινος, ἀποστρέφομαι, Λατ. aversari, μετ’ αἰτ., Φωκυλ. 2· μή μ’ ἀποστραφῇς Σοφ. Ο. Κ. 1272· μή μ’ ἀποστρέφου Εὐρ. Ι. Τ. 801, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 683, Ξεν. Κύρ. 5. 5,36· τὸ [[θεῖον]] ῥᾳδίως ἀπεστράφης Εὐρ. Ἱκ. 159· [[ὡσαύτως]], [[μετὰ]] γεν., [[ἄψορρος]] οἴκων τῶνδ’ ἀποστραφεὶς Σοφ. Ο. Τ. 431: ― ἀπολ., μὴ πρὸς θεῶν,… ἀποστραφῇς [[αὐτόθι]] 326· ἀπεστραμμένοι λόγοι, ἐχθρικοὶ λόγοι, Ἡρόδ. 7.160. 2) στρέφομαι [[ὀπίσω]], [[ὑποστρέφω]], Ξεν. Κύρ. 1. 4, 25· στρέφομαι καὶ [[φεύγω]], [[αὐτόθι]] 6. 2, 17· ἀποστραφῆναι, διαφυγεῖν, Πλάτ. Πολ. 405C. 3) ἀποστραφῆναί τινος, [[ἐγκαταλείπω]] τινά, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 4.
|lstext='''ἀποστρέφω''': μέλλ. -ψω: Ἰων. ἀόρ. ἀποστρέψασκε Ἰλ. Χ. 197, κτλ.: ― Παθ. καὶ Μέσ.: μέλλ. -στρέψομαι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 36, Πλούτ.: ἀόρ. -εστράφην [ᾰ], Σοφ., Εὐρ., κλ.: μεταγεν. -εστρεψάμην, Ἑβδ.: μέλλ. -στραφήσομαι, Ἑβδ.: πρκμ. -έστραμμαι, Ἡρόδ., κλ.: Ἰων. γ΄ πληθ. ὑπερσ. -εστράφατο ὁ αὐτ. 1. 166. Στρέφω [[ὀπίσω]], Ὅμ. κλ. καὶ [[ἑπομένως]] ἢ [[τρέπω]] εἰς φυγήν, αὐτὰρ Ἀχαιοὺς [[αὖτις]] ἀποστρέψῃσιν Ἰλ. Ο. 62 κτλ. πρβλ., Ἡρόδ. 8. 94, ἢ [[ἀναγκάζω]] τι νὰ στραφῇ [[ὀπίσω]], γυρίζω αὐτὸ [[ὀπίσω]], ἁμάξας... καταλαβόντες καὶ ἀποστρέψαντες προσήλαυνον Ξεν. Κύρ. 4. 3, 1: ― [[στρέφω]] τινὰ [[ὀπίσω]], τὸν [[κάμνω]] νὰ ὑπάγῃ [[ὀπίσω]], ἀπαντᾷ κήρυκι Βοιωτῷ, ὅς αὐτὸν ἀποστρέψας κτλ. Θουκ. 4. 97., 5. 75: ― ἀποστρέψαντες πόδας καὶ χεῖρας, συστρέψαντες [[ὀπίσω]] εἰς τὴν ῥάχιν (καὶ δέσαντες) χεῖρας καὶ πόδας κτλ., Ὀδ. Χ. 173, 190, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1154, Ἀριστοφ. Ἱππ. 264· ἀποστρέφετε τὰς χεῖρας αὐτῶν, ὦ Σκύθαι Ἀριστοφ. Λυσ. 455· ἀπ. τὸν αὐχένα, ὡς τὸ παρ’ Ὁμ. αὖ ἐρύειν Ἡρόδ. 4. 188: ― [[στρέφω]] [[ὀπίσω]], οἱ μὲν ἀποστρέψαντες ἔβαν [[νέας]] ἀμφιελίσσας Ὀδ. Γ. 162· ἴχνι’ ἀποστρέψας, στρέψας τὰ ἴχνη τῶν βοῶν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], [[ὥστε]] νὰ φαίνηται ὅτι οἱ βόες ἐπορεύθησαν πρὸς τὴν ἀντίθετον διεύθυνσιν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 76: [[ἀποστρέφω]], [[στρέφω]] τι πρὸς τὸ [[ἄλλο]] [[μέρος]], αὐχέν’ ἀποστρέψας Θέογν. 858· ἀπέστρεψ’ [[ἔμπαλιν]] παρηίδα Εὐρ. Μήδ. 1148· [[ἀλλά]], τὸ [[πρόσωπον]] [[πρός]] τινα Πλουτ. Ποπλ. 6· ἀνακαλῶ τινα ἔκ τινος μέρους, οἱ Ἔφοροι... ἀποστρέφειν αὐτὸν ἐπειρῶντο ἐξ ἰσθμοῦ Ξεν. Ἀν. 2. 6, 3· φῶτας ἀπέστρεψεν Περσεφόνης ἀδύτων Ἐμπεδ. ἐν Bgk. Λυρ. σ. 431. 2) [[στρέφω]] πρὸς [[ἄλλο]] [[μέρος]], [[μεταφέρω]] πρὸς [[ἄλλο]] [[μέρος]] δι’ ἀντιπερισπασμοῦ, Θουκ. 4. 8, κτλ.· τὸν πόλεμον ἐς Μακεδονίαν Ἀρρ. Ἀν. 2.1,1· [[ἀποτρέπω]] κίνδυνον, κακόν τι, κτλ.· πῆμ’ ἀπ. νόσου Αἰσχύλ. Ἀγ. 850· δίκην Ἀριστοφ. Νεφ. 776· ἀποστρ. τύχην μὴ οὐ γενέσθαι Ἀντιφῶν 143.15· ἀπ. εἰς [[τοὐναντίον]] τοὺς λόγους Πλάτ. Σοφ. 239D. 3) ἀπ. τινά τινος, [[πείθω]] τινὰ νὰ μὴ πράξῃ τι, [[ἀποτρέπω]] αὐτόν, ἀποστρέψας... τοὺς παῖδας αὐτῶν τῶν πολυτελῶν... ἱππωνιῶν Ξεν. Ἱππαρχ. 112. ΙΙ. ὡς εἰ ἦτο ἀμετάβατον (ἐξυπακουομ. τοῦ ἑαυτόν, ἵππον, κτλ.), [[ὑποστρέφω]], Θουκ. 6. 65· ἀπ. [[ὀπίσω]] Ἡρόδ. 4. 43· ἀπ. [[πάλιν]] Σοφ. Ο. Κ. 1403. 2) στρέφομαι κατὰ [[μέρος]], Ἡρόδ. 8.87· ἐπὶ ποταμοῦ, ὁ αὐτ. 4. 52· [[τἀναντία]] ἀπ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12. Β. Παθ., [[λυγίζομαι]] [[ὀπίσω]], κάμπτομαι, αἱ δὲ [[εἴκοσι]] ([[νῆες]]) αἱ περιεοῦσαι ἦσαν ἄχρηστοι· ἀπεστράφατο γὰρ τοὺς ἐμβόλους, [[διότι]] τὰ ἔμβολα αὐτῶν ἐκάμφθησαν, Ἡρόδ. 1. 166, πρβλ. 4. 188· ἀποστραφῆναι τὼ πόδε, ἔχειν τοὺς πόδας περιεστραμμένους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 279· τρίχες ἀπεστραμμέναι, πυκνὰ στρημμέναι, σγουραί, Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 8. ΙΙ. [[στρέφω]] ἐμαυτὸν ἀπό τινος, ἀπ. ἀπ’ [[ἀλλήλων]] ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 5, ἰδίως, 1) [[στρέφω]] τὸ πρόσωπόν μου ἀπό τινος, ἀποστρέφομαι, Λατ. aversari, μετ’ αἰτ., Φωκυλ. 2· μή μ’ ἀποστραφῇς Σοφ. Ο. Κ. 1272· μή μ’ ἀποστρέφου Εὐρ. Ι. Τ. 801, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 683, Ξεν. Κύρ. 5. 5,36· τὸ [[θεῖον]] ῥᾳδίως ἀπεστράφης Εὐρ. Ἱκ. 159· [[ὡσαύτως]], [[μετὰ]] γεν., [[ἄψορρος]] οἴκων τῶνδ’ ἀποστραφεὶς Σοφ. Ο. Τ. 431: ― ἀπολ., μὴ πρὸς θεῶν,… ἀποστραφῇς [[αὐτόθι]] 326· ἀπεστραμμένοι λόγοι, ἐχθρικοὶ λόγοι, Ἡρόδ. 7.160. 2) στρέφομαι [[ὀπίσω]], [[ὑποστρέφω]], Ξεν. Κύρ. 1. 4, 25· στρέφομαι καὶ [[φεύγω]], [[αὐτόθι]] 6. 2, 17· ἀποστραφῆναι, διαφυγεῖν, Πλάτ. Πολ. 405C. 3) ἀποστραφῆναί τινος, [[ἐγκαταλείπω]] τινά, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 4.
}}
}}
{{bailly
{{bailly