3,277,119
edits
(43) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / ὑποκείμενον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο ασχολείται, καταγίνεται [[κάποιος]], αλλ. προκείμενο ή [[αντικείμενο]] (α. «το [[υποκείμενο]] της έρευνας» β. « | |mltxt=το / ὑποκείμενον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο ασχολείται, καταγίνεται [[κάποιος]], αλλ. προκείμενο ή [[αντικείμενο]] (α. «το [[υποκείμενο]] της έρευνας» β. «([[τέχνη]]) ἑκάστη περὶ τὸ αὐτῇ ὑποκείμενόν ἐστιν διδασκαλικὴ καὶ πειστική», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(λογ.)</b> η [[έννοια]] της κατηγορικής κρίσης για την οποία αποφαίνεται [[κανείς]], στην οποία αποδίδεται το [[κατηγορούμενο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γλωσσ.</b> ο [[κύριος]] όρος της πρότασης, που δηλώνει το [[πρόσωπο]], το [[πράγμα]] και, γενικά, το ον για το οποίο γίνεται [[λόγος]], [[δηλαδή]] [[ποιος]] τελεί την [[ενέργεια]] που εκφράζει το [[ρήμα]], [[ποιος]] υφίσταται την [[ενέργεια]] όταν το [[ρήμα]] [[είναι]] παθητικής διάθεσης, [[ποιος]] βρίσκεται σε μια [[κατάσταση]] όταν το [[ρήμα]] [[είναι]] ουδέτερο ή, [[τέλος]], σε ποιον αποδίδεται μια [[ιδιότητα]] ή ένα χαρακτηριστικό που εκφράζεται από το [[κατηγορούμενο]]<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) ατομικό και πραγματικό ον που τίθεται στη [[βάση]] [[κάθε]] σκέψης, ανάλογο [[προς]] τη [[συνείδηση]], και [[απέναντι]] στο οποίο ο [[εξωτερικός]] [[κόσμος]] αποτελεί [[αντικείμενο]]<br />β) ([[κατά]] τον Χέγκελ) αυτό που σηματοδοτεί την [[απόσπαση]] της ύλης και την προσχώρησή της στη [[μορφή]] της ελευθερίας, που υπερβαίνει την αφηρημένη [[αμεσότητα]] και γίνεται [[έτσι]] η αυθεντική [[ουσία]], το ον ή η [[αμεσότητα]] που δεν έχει την έξω από αυτήν [[μεσολάβηση]] [[αλλά]] που [[είναι]] αυτή η [[ίδια]] [[αμεσότητα]]<br />γ) ([[κατά]] τη μαρξιστ. φιλοσ.) ο [[άνθρωπος]] ως ενεργό και συνειδητό ον που δημιουργεί τον πολιτισμό, που γνωρίζει και μεταβάλλει το [[αντικείμενο]], την αντικειμενική [[πραγματικότητα]], [[κατά]] την διεργασία της ιστορικοκοινωνικής πρακτικής, αυτοδημιουργούμενος και αυτομεταβαλλόμενος ο [[ίδιος]] στη [[διάρκεια]] της διεργασίας αυτής<br /><b>3.</b> <b>(ψυχολ.)</b> α) το Εγώ ως [[φορέας]] τών ψυχικών φαινομένων<br />β) το [[πρόσωπο]] που υπόκειται σε [[παρατήρηση]], [[δοκιμασία]] ή [[πείραμα]]<br /><b>4.</b> <b>(νομ.)</b> το [[πρόσωπο]] ως [[φορέας]] δικαιωμάτων και υποχρεώσεων<br /><b>5.</b> <b>ειρων.</b> [[πρόσωπο]], [[άτομο]] («σπουδαίο [[υποκείμενο]]!»)<br /><b>6.</b> <b>(γεωπ.)</b> το [[φυτό]] στο οποίο πρόκειται να γίνει [[εμβολιασμός]], αλλ. [[υπόθεμα]] ή [[τροφός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(φιλοσ.)</b> το ανεξάρτητο από τη [[γνώση]] ον, η αντικειμενική [[πραγματικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>(φιλοσ.)</b> η [[ουσία]] της ύλης ως [[βάση]] και [[αιτία]] όλων τών φαινομένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της μτχ. του ρ. [[ὑπόκειμαι]]. | ||
}} | }} |