Anonymous

σπαργανώνω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(38)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=σπαργανῶ, -όω, ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. σπαργνοῡμαι, -όομαι, Α [[σπάργανον]]<br />(σχετικά με [[βρέφος]]) [[περιτυλίγω]] με [[σπάργανα]], [[φασκιώνω]] (α. «να σπαργανώσεις το [[παιδί]]» β. «[[βρέφος]] ἐσπαργανωμένον», ΚΔ).
|mltxt=[[σπαργανῶ]], [[σπαργανόω]], ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. [[σπαργνοῦμαι]], [[σπαργνόομαι]], Α [[σπάργανον]]<br />(σχετικά με [[βρέφος]]) [[περιτυλίγω]] με [[σπάργανα]], [[φασκιώνω]] (α. «να σπαργανώσεις το [[παιδί]]» β. «[[βρέφος]] [[ἐσπαργανωμένον]]», ΚΔ).
}}
}}