Anonymous

θάμβος: Difference between revisions

From LSJ
1,639 bytes added ,  Saturday at 15:32
m
Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thamvos
|Transliteration C=thamvos
|Beta Code=qa/mbos
|Beta Code=qa/mbos
|Definition=εος, τό, also ὁ <span class="bibl">Simon.237</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ec.</span>12.5</span> (pl.): ([[τέθηπα]]):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[amazement]], [[astonishment]], [[consternation]], [[stupefaction]] θ. δ' ἔχεν εἰσορόωντας <span class="bibl">Il.4.79</span>; θ. δ' ἕλε πάντας ἰδόντας <span class="bibl">Od.3.372</span>; θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>1.55</span>; θάμβει ἐκπλαγέντες <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>291</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>781</span> (lyr.), <span class="bibl">Th.6.31</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>254c</span>: pl., <span class="bibl">Onos.41.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> in objective sense, [[θάμβοι]] [[terrors]] in the way, LXX l.c.; [[object of wonder]], Epigr.Gr.1068 (Gerasa).</span>
|Definition=εος, τό, also ὁ Simon.237, [[LXX]] ''Ec.''12.5 (pl.): ([[τέθηπα]]):—<br><span class="bld">A</span> [[amazement]], [[wonder]], [[admiration]], [[astonishment]], [[consternation]], [[stupefaction]] θ. δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il.4.79; θ. δ' ἕλε πάντας ἰδόντας Od.3.372; θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς Pi.''N.''1.55; θάμβει ἐκπλαγέντες E.''Rh.''291, cf. [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''781 (lyr.), Th.6.31, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''254c: pl., Onos.41.2.<br><span class="bld">2</span> in objective sense, [[θάμβοι]] = [[terror]]s in the [[way]], [[LXX]] [[l.c.]]; [[object of wonder]], Epigr.Gr.1068 (Gerasa).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1185.png Seite 1185]] τό, auch ὁ, Simonds bei Schol. Il. 4, 79 (vgl. [[τάφος]], [[τέθηπα]]), [[Staunen]], Erstaunen, Verwunderung, Entsetzen; [[θάμβος]] δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il. 4, 79; [[θάμβος]] δ' ἕλε πάντας ἰδόντας Od. 5, 372; Ar. Av. 781; δύσφορον Pind. N. 1, 55; θάμβει ἐκπλαγέντες Eur. Rhes. 291, vgl. Hec. 180; in Prosa, ὁ [[στόλος]] οὐχ ἧσσον τόλμης τε θάμβει, Staunen über das Wagniß, καὶ ὄψεως λαμπρότητι [[περιβόητος]] ἐγένετο Thuc. 6, 31; ὑπ' αἰσχύνης τε καὶ θάμβους Plat. Phaedr. 254 c; geradezu Furcht, [[δεισιδαιμονία]] [[θάμβος]] ἐργάζεται Plut. Pericl. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1185.png Seite 1185]] τό, auch ὁ, Simonds bei Schol. Il. 4, 79 (vgl. [[τάφος]], [[τέθηπα]]), [[Staunen]], Erstaunen, Verwunderung, Entsetzen; [[θάμβος]] δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il. 4, 79; [[θάμβος]] δ' ἕλε πάντας ἰδόντας Od. 5, 372; Ar. Av. 781; δύσφορον Pind. N. 1, 55; θάμβει ἐκπλαγέντες Eur. Rhes. 291, vgl. Hec. 180; in Prosa, ὁ [[στόλος]] οὐχ ἧσσον τόλμης τε θάμβει, Staunen über das Wagniß, καὶ ὄψεως λαμπρότητι [[περιβόητος]] ἐγένετο Thuc. 6, 31; ὑπ' αἰσχύνης τε καὶ θάμβους Plat. Phaedr. 254 c; geradezu Furcht, [[δεισιδαιμονία]] [[θάμβος]] ἐργάζεται Plut. Pericl. 6.
}}
{{ls
|lstext='''θάμβος''': -εος, τό, καὶ ὁ, Σιμων. 238· (√ΤΑΦ, [[τέθηπα]])· - [[ἔκπληξις]], ἰσχυρὸς [[θαυμασμός]], Λατ. stupor, συνώνυμον τῷ Ἐπικ. [[τάφος]] (ὃ ἴδε), [[θάμβος]] δ’ ἔχει εἰσορόωντας Ἰλ. Δ. 79· [[θάμβος]] δ’ ἕλε πάντας ἰδόντας Ὀδ. Γ. 372, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 781, καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., Θουκ. 6. 31, Πλάτ. Φαίδρ. 254C. 2) ἐπὶ ἀντικειμενικῆς σημασίας, [[πρᾶγμα]] θαυμάσιον, [[θαῦμα]], ὁ γὰρ κολοσσὸς θ. ἦν Συλλ. Ἐπιγρ. 8703, πρβλ. 8655.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />effroi, étonnement, stupeur ; admiration.<br />'''Étymologie:''' R. Θαπ, être étonné.
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />effroi, étonnement, stupeur ; admiration.<br />'''Étymologie:''' R. Θαπ, être étonné.
}}
}}
{{Autenrieth
{{elru
|auten=ευς: [[wonder]], [[astonishment]].
|elrutext='''θάμβος:''' εος (эп. gen. [[θάμβευς]]) τό<br /><b class="num">1</b> [[изумление]]: θ. ἔχεν τινά Hom. или ἐγένετο θ. ἐπί τινα NT изумление охватило кого-л.; τόλμης θ. Thuc. поразительная отвага;<br /><b class="num">2</b> тж. pl. [[страх]], [[потрясение]], [[ужас]] (θάμβει ἐκπτήσσειν τινὰ οἴκων Eur.): θάμβει ἐκπλαγέντες Eur. пораженные ужасом; ὑπ᾽ αἰσχύνης τε καὶ θάμβους Plat. от стыда и ужаса.
}}
{{ls
|lstext='''θάμβος''': -εος, τό, καὶ ὁ, Σιμων. 238· (√ΤΑΦ, [[τέθηπα]])· - [[ἔκπληξις]], ἰσχυρὸς [[θαυμασμός]], Λατ. stupor, συνώνυμον τῷ Ἐπικ. [[τάφος]] (ὃ ἴδε), [[θάμβος]] δ’ ἔχει εἰσορόωντας Ἰλ. Δ. 79· [[θάμβος]] δ’ ἕλε πάντας ἰδόντας Ὀδ. Γ. 372, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 781, καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., Θουκ. 6. 31, Πλάτ. Φαίδρ. 254C. 2) ἐπὶ ἀντικειμενικῆς σημασίας, [[πρᾶγμα]] θαυμάσιον, [[θαῦμα]], ὁ γὰρ κολοσσὸς θ. ἦν Συλλ. Ἐπιγρ. 8703, πρβλ. 8655.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θάμβος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[amazement]] ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε [[μιχθείς]] (N. 1.55)
|sltr=[[θάμβος]] [[amazement]] ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε [[μιχθείς]] (N. 1.55)
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[θάμβος]], -εος, το και [[θάμβος]], ὁ)<br /><b>1.</b> [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]], [[ξάφνιασμα]] («και ἐγένετο [[θάμβος]] ἐπὶ πάντας», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[φόβος]] που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος<br /><b>3.</b> [[λαμπρότητα]], [[μεγαλείο]] που προκαλεί [[κατάπληξη]] ή θαυμασμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> απότομη [[οπτική]] [[διαταραχή]] που προκαλείται από έντονο εκτυφλωτικό φως το οποίο κάνει τον προσβαλλόμενο ανίκανο να δει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που προκαλεί [[έκπληξη]] και θαυμασμό («ὁ γάρ κολοσσὸς [[θάμβος]] ἦν»)<br /><b>2.</b> [[θαύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Οπωσδήποτε η λ. συνδέεται με αρχ. παρακμ. [[τέθηπα]] (υπερσ. <i>ετεθήπεα</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταφ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>θαφ</i>-, <i>το</i> οποίο απαντά μόνο στη μτχ. θεματ. αορ. [[ταφών]] «αυτός που θαμπώθηκε, που εξεπλάγη» — <b>[[πρβλ]].</b> <i>τρέφομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θρεφ</i>·) -[[θρόμβος]], [[στρέφω]]- [[στρόμβος]]. Η λ. συνδέθηκε, εξάλλου, με γοτθ. προστ. <i>afdobn</i> = <i>φιμώθητι</i> «σώπα», [[πράγμα]] που οδηγεί στην [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>dhăbh</i>- και στη [[σύνδεση]] με μσν. αγγλ. <i>dabben</i> «[[χτυπώ]] απαλά», νέο άνω γερμ. <i>tappen</i> κ.ά. Τέλος, υπετέθη ότι η λ. εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>dhembh</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>dumbs</i> «[[βουβός]], [[άφωνος]]» της ΙΕ ρίζας <i>dhembh</i>- από την οποία θα προήλθε αμάρτ. <i>θέμβος</i> <span style="color: red;"><</span> ενεστ. <i>θέμβω</i> και <i>θομβέω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θαμβός]], [[θαμβώνω]] (-<i>ω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαμβαίνω]], [[θαμβαλέος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αθαμβής]], [[μεγαθαμβής]], [[περιθαμβής]], [[πολυθαμβής]].
|mltxt=το (Α [[θάμβος]], -εος, το και [[θάμβος]], [[]])<br /><b>1.</b> [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]], [[ξάφνιασμα]] («και ἐγένετο [[θάμβος]] ἐπὶ πάντας», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[φόβος]] που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος<br /><b>3.</b> [[λαμπρότητα]], [[μεγαλείο]] που προκαλεί [[κατάπληξη]] ή θαυμασμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> απότομη [[οπτική]] [[διαταραχή]] που προκαλείται από έντονο εκτυφλωτικό φως το οποίο κάνει τον προσβαλλόμενο ανίκανο να δει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που προκαλεί [[έκπληξη]] και θαυμασμό («ὁ γάρ κολοσσὸς [[θάμβος]] ἦν»)<br /><b>2.</b> [[θαύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Οπωσδήποτε η λ. συνδέεται με αρχ. παρακμ. [[τέθηπα]] (υπερσ. <i>ετεθήπεα</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταφ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>θαφ</i>-, <i>το</i> οποίο απαντά μόνο στη μτχ. θεματ. αορ. [[ταφών]] «αυτός που θαμπώθηκε, που εξεπλάγη» — [[πρβλ]]. <i>τρέφομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θρεφ</i>·) -[[θρόμβος]], [[στρέφω]]- [[στρόμβος]]. Η λ. συνδέθηκε, εξάλλου, με γοτθ. προστ. <i>afdobn</i> = <i>φιμώθητι</i> «σώπα», [[πράγμα]] που οδηγεί στην [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>dhăbh</i>- και στη [[σύνδεση]] με μσν. αγγλ. <i>dabben</i> «[[χτυπώ]] απαλά», νέο άνω γερμ. <i>tappen</i> κ.ά. Τέλος, υπετέθη ότι η λ. εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>dhembh</i>- ([[πρβλ]]. <i>dumbs</i> «[[βουβός]], [[άφωνος]]» της ΙΕ ρίζας <i>dhembh</i>- από την οποία θα προήλθε αμάρτ. <i>θέμβος</i> <span style="color: red;"><</span> ενεστ. <i>θέμβω</i> και <i>θομβέω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θαμβός]], [[θαμβώνω]] (-<i>ω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαμβαίνω]], [[θαμβαλέος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αθαμβής]], [[μεγαθαμβής]], [[περιθαμβής]], [[πολυθαμβής]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θάμβος:''' -εος, τό (από τη √<i>ΤΑΦ</i>, βλ. [[τέθηπα]]) = [[τάφος]] (τό), [[έκπληξη]], [[ισχυρός]] [[θαυμασμός]], σε Όμηρ., Αττ.
|lsmtext='''θάμβος:''' -εος, τό (από τη √<i>ΤΑΦ</i>, βλ. [[τέθηπα]]) = [[τάφος]] (τό), [[έκπληξη]], [[ισχυρός]] [[θαυμασμός]], σε Όμηρ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''θάμβος:''' εος (эп. gen. [[θάμβευς]]) τό<br /><b class="num">1)</b> изумление: θ. ἔχεν τινά Hom. или ἐγένετο θ. ἐπί τινα NT изумление охватило кого-л.; τόλμης θ. Thuc. поразительная отвага;<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. страх, потрясение, ужас (θάμβει ἐκπτήσσειν τινὰ οἴκων Eur.): θάμβει ἐκπλαγέντες Eur. пораженные ужасом; ὑπ᾽ αἰσχύνης τε καὶ θάμβους Plat. от стыда и ужаса.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 41: Line 38:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θάμβος]], εος, [from Root !ταφ, v. [[τέθηπα]] = [[τάφος]]<br />[[astonishment]], [[amazement]], Hom., [[attic]]
|mdlsjtxt=[[θάμβος]], εος, [from Root !ταφ, v. [[τέθηπα]] = [[τάφος]]<br />[[astonishment]], [[amazement]], Hom., Attic
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''θάμβος''': {thámbos}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Staunen]], [[Verwunderung]], [[Erschrecken]] (poet. seit Il.).<br />'''Composita''' : Als Hinterglied z. B. in [[ἀθαμβής]] [[furchtlos]], [[unerschrocken]] (Ibyk., B. u. a.) mit [[ἀθαμβία]], -ίη [[Furchtlosigkeit]], [[Unerschrockenheit]] (Demokr. 215); Rückbildung [[ἄθαμβος]] [[unerschrocken]] (Demokr. 216), auch als EN (Delphi); vgl. auch [[θαμβέω]] und [[ἔκθαμβος]] unten; dazu Schwyzer 469.<br />'''Derivative''': Ableitung [[θαμβαλέος]] (Nonn.). Denominative Verba: 1. [[θαμβέω]], -ῆσαι, auch mit Präfix, z. B. ἐκ-, [[staunen]], [[erschrocken sein]] (ep. poet. seit Il., späte Prosa), hell. u. spät auch trans. [[in Staunen]], [[in Schrecken setzen]] (LXX u. a.) mit [[θάμβησις]], -ημα (Aq. u. a.), [[ἔκθαμβος]] (Plb. u. a.). 2. [[θαμβαίνω]] intr. ib. (Pi.). 3. [[θαμβεύω]] trans. ib. mit -ευτής (Aq.).<br />'''Etymology''' : Neben [[θάμβος]] steht ein altertümliches Perfekt [[τέθηπα]] [[staune]] mit dem thematischen Wurzelaorist ταφεῖν ([[ταφών]], [[τάφε]] u. a.; ep. ion. poet. seit Il.; späte Prosa); vom letzteren [[τάφος]] n. = [[θάμβος]] (Od., Ibyk.). Zu [[τέθηπα]] entstand sekundär [[θήπω]]· ἐπιθυμῶ, [[θαυμάζω]] u. a.; s. auch [[θώψ]]. Zu [[θάμβος]] : ταφεῖν vgl. [[θρόμβος]] : τρέφειν u. a.; der sekundäre Nasal hat die nachfolgende Aspirata in eine tönende Media verwandelt; vgl. zur Nasalierung Schwyzer 692, zur Deaspiration ebd. 333. In dem dehnstufigen [[τέθηπα]] hat progressive Assimilation stattgefunden. — Sonst isoliert. Von Wood Mod. langu. notes 21, 227 mit dem got. Ipv. ''afdobn'' [[φιμώθητι]], [[verstumme]] zusammengestellt. Ebenso zweifelhaft ist die Heranziehung einer germ. Wortgruppe für [[schlagen]] usw., z. B. meng. ''dabben'' [[leise schlagen]], nhd. ''tappen'' u. a. m. (WP. 1, 824 nach Fick, Pok. 233). Pelasgische Etymologie von v. Windekens Le Muséon 63, 106ff.; hypothetische Kombinationen von Szemerényi Glotta 33, 238ff. (vgl. zu [[θέα]]).<br />'''Page''' 1,651-652
|ftr='''θάμβος''': {thámbos}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Staunen]], [[Verwunderung]], [[Erschrecken]] (poet. seit Il.).<br />'''Composita''': Als Hinterglied z. B. in [[ἀθαμβής]] [[furchtlos]], [[unerschrocken]] (Ibyk., B. u. a.) mit [[ἀθαμβία]], -ίη [[Furchtlosigkeit]], [[Unerschrockenheit]] (Demokr. 215); Rückbildung [[ἄθαμβος]] [[unerschrocken]] (Demokr. 216), auch als EN (Delphi); vgl. auch [[θαμβέω]] und [[ἔκθαμβος]] unten; dazu Schwyzer 469.<br />'''Derivative''': Ableitung [[θαμβαλέος]] (Nonn.). Denominative Verba: 1. [[θαμβέω]], -ῆσαι, auch mit Präfix, z. B. ἐκ-, [[staunen]], [[erschrocken sein]] (ep. poet. seit Il., späte Prosa), hell. u. spät auch trans. [[in Staunen]], [[in Schrecken setzen]] (LXX u. a.) mit [[θάμβησις]], -ημα (Aq. u. a.), [[ἔκθαμβος]] (Plb. u. a.). 2. [[θαμβαίνω]] intr. ib. (Pi.). 3. [[θαμβεύω]] trans. ib. mit -ευτής (Aq.).<br />'''Etymology''': Neben [[θάμβος]] steht ein altertümliches Perfekt [[τέθηπα]] [[staune]] mit dem thematischen Wurzelaorist ταφεῖν ([[ταφών]], [[τάφε]] u. a.; ep. ion. poet. seit Il.; späte Prosa); vom letzteren [[τάφος]] n. = [[θάμβος]] (Od., Ibyk.). Zu [[τέθηπα]] entstand sekundär [[θήπω]]· ἐπιθυμῶ, [[θαυμάζω]] u. a.; s. auch [[θώψ]]. Zu [[θάμβος]]: ταφεῖν vgl. [[θρόμβος]]: τρέφειν u. a.; der sekundäre Nasal hat die nachfolgende Aspirata in eine tönende Media verwandelt; vgl. zur Nasalierung Schwyzer 692, zur Deaspiration ebd. 333. In dem dehnstufigen [[τέθηπα]] hat progressive Assimilation stattgefunden. — Sonst isoliert. Von Wood Mod. langu. notes 21, 227 mit dem got. Ipv. ''afdobn'' [[φιμώθητι]], [[verstumme]] zusammengestellt. Ebenso zweifelhaft ist die Heranziehung einer germ. Wortgruppe für [[schlagen]] usw., z. B. meng. ''dabben'' [[leise schlagen]], nhd. ''tappen'' u. a. m. (WP. 1, 824 nach Fick, Pok. 233). Pelasgische Etymologie von v. Windekens Le Muséon 63, 106ff.; hypothetische Kombinationen von Szemerényi Glotta 33, 238ff. (vgl. zu [[θέα]]).<br />'''Page''' 1,651-652
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':q£mboj 探-波士<br />'''詞類次數''':名詞(3)<br />'''原文字根''':畏懼<br />'''字義溯源''':驚慌失措,驚訝,驚異,希奇;源自([[τάφος]])X*=驚訝)<br />'''出現次數''':總共(3);路(2);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 驚訝(2) 路4:36; 路5:9;<br />2) 希奇(1) 徒3:10
|sngr='''原文音譯''':q£mboj 探-波士<br />'''詞類次數''':名詞(3)<br />'''原文字根''':畏懼<br />'''字義溯源''':驚慌失措,驚訝,驚異,希奇;源自([[τάφος]])X*=驚訝)<br />'''出現次數''':總共(3);路(2);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 驚訝(2) 路4:36; 路5:9;<br />2) 希奇(1) 徒3:10
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{mantoulidis
|woodrun=[[wonder]]
|mantxt=τό (=[[ἔκπληξη]], [[θαυμασμός]]). Ἀπό ρίζα θαϝ- τοῦ [[θαυμάζω]] ἤ θαπ- τοῦ ἐπικ. παρακ. [[τέθηπα]] ἀπό ὅπου καί τό ὁμηρ. τό [[τάφος]] (=[[ἔκπληξη]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[θαμβέω]] -ῶ (=εἶμαι [[ἔκθαμβος]]), [[θάμβημα]], [[θάμβησις]], [[θαμβητός]], [[ἔκθαμβος]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[miraculum]]'', [[marvel]], [[wonder]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.31.6/ 6.31.6].
}}
{{trml
|trtx====[[astonishment]]===
Arabic: ذُهُول‎, دَهْشَة‎, تَعَجُّب‎; Egyptian Arabic: ذهول‎; Armenian: զարմանք; Azerbaijani: təəccüb; Belarusian: здзіўленне, падзі́ў; Bulgarian: учудване, удивление; Catalan: estorament, sorpresa; Chinese Mandarin: 驚愕, 惊愕, 驚異, 惊异; Czech: údiv, úžas, podiv; Danish: forbavselse; Faroese: undran; Finnish: hämmästys, hämmästyminen, kummastus, kummastuminen; French: [[étonnement]]; Galician: abraio, aglaio, medoña, infento; German: [[Staunen]], [[Erstaunen]], [[Verwunderung]]; Greek: [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]], [[σοκ]]; Ancient Greek: [[θάμβος]], [[ἔκπληξις]], [[θαῦμα]]; Icelandic: undrun; Irish: uafás; Italian: [[stupore]], [[meraviglia]], [[sorpresa]], [[sbigottimento]], [[attonimento]]; Japanese: 驚き, 驚愕; Korean: 놀람, 놀라움; Macedonian: чудење, зачудување; Malay: kekaguman; Malayalam: വിസ്മയം; Manx: ard-yindys; Maori: māharotanga; Persian: تعجب‎; Polish: zdziwienie, zdziwko, zdumienie, dziw, osłupienie; Portuguese: [[surpresa]]; Romanian: uimire, surprindere; Russian: [[удивление]], [[изумление]]; Slovak: údiv, úžas; Spanish: [[asombro]], [[estupefacción]], [[sorpresa]], [[extrañeza]]; Swedish: häpenhet, förvåning; Tajik: тааҷҷуб; Turkish: şaşkınlık, şaşırtı, sürpriz; Ukrainian: здивування, подив
}}
}}