3,274,873
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναύδητος''': Δωρ. -ᾶτος, ον, = ἄρρητος, [[ἀνέκφραστος]], Λατ. infandus, ἀναυδάτῳ μένει Αἰσχύλ. Θ. 895· ἄφατον ἄφατον ἀναύδητον λόγον ἐμοὶ θροεῖς, [[ὅστις]] δὲν πρέπει νὰ λεχθῇ, Εὐρ. Ἴων 784. 2) [[ἀνήκουστος]], [[ἀπροσδόκητος]], «[[ἀνέλπιστος]]» (Σχόλ.), κοὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ’ ἂν Σοφ. Αἴ. 713. ΙΙ. [[ἄφωνος]], [[ἄλαλος]], [[αἰαῖ]], ὅδ’ ἀναύδατος φέρεται ὁ αὐτ. Τρ. 968. (Λαυρ. χειρόγρ. [[ἄναυδος]]). | |lstext='''ἀναύδητος''': Δωρ. -ᾶτος, ον, = [[ἄρρητος]], [[ἀνέκφραστος]], Λατ. [[infandus]], ἀναυδάτῳ μένει Αἰσχύλ. Θ. 895· ἄφατον ἄφατον ἀναύδητον λόγον ἐμοὶ θροεῖς, [[ὅστις]] δὲν πρέπει νὰ λεχθῇ, Εὐρ. Ἴων 784. 2) [[ἀνήκουστος]], [[ἀπροσδόκητος]], «[[ἀνέλπιστος]]» (Σχόλ.), κοὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ’ ἂν Σοφ. Αἴ. 713. ΙΙ. [[ἄφωνος]], [[ἄλαλος]], [[αἰαῖ]], ὅδ’ ἀναύδατος φέρεται ὁ αὐτ. Τρ. 968. (Λαυρ. χειρόγρ. [[ἄναυδος]]). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |