Anonymous

ἀδάξομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ2 replacement
(big3_1)
 
m (LSJ2 replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἀδάξομαι
|Medium diacritics=ἀδάξομαι
|Low diacritics=αδάξομαι
|Capitals=ΑΔΑΞΟΜΑΙ
|Transliteration A=adáxomai
|Transliteration B=adaxomai
|Transliteration C=adaksomai
|Beta Code=a)da/comai
|Definition=v. sub [[ὀδάξω]].
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[irritarse]], [[sufrir picazón]] (τὰ αἰδοῖα) εἴ τις ἐπαφήσει τῷ δακτύλῳ ... ἀδάξεται Hp.<i>Mul</i>.2.171, ὁκόταν δάκνηται τὰς μήτρας γυνὴ καὶ ... ἀδάξηται Hp.<i>Mul</i>.2.183, cf. ἀδάξασθαι· δάκνεσθαι κνησμωδῶς Gal.19.70 (si no es error por ἀδαξᾶσθαι).
|dgtxt=[[irritarse]], [[sufrir picazón]] (τὰ αἰδοῖα) εἴ τις ἐπαφήσει τῷ δακτύλῳ ... ἀδάξεται Hp.<i>Mul</i>.2.171, ὁκόταν δάκνηται τὰς μήτρας γυνὴ καὶ ... ἀδάξηται Hp.<i>Mul</i>.2.183, cf. ἀδάξασθαι· δάκνεσθαι κνησμωδῶς Gal.19.70 (si no es error por ἀδαξᾶσθαι).
}}
}}