Anonymous

συγκεραννύω: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ2 replacement
(39)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=συγκεραννύω
|Medium diacritics=συγκεραννύω
|Low diacritics=συγκεραννύω
|Capitals=ΣΥΓΚΕΡΑΝΝΥΩ
|Transliteration A=synkerannýō
|Transliteration B=synkerannyō
|Transliteration C=synkerannyo
|Beta Code=sugkerannu/w
|Definition=v. [[συγκεράννυμι]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συγκερνώ]], -άω, και [[συγκιρνώ]], -άω, Ν, και συγκιρνῶ, -άω, ΜΑ, και [[συγκεράννυμι]] και [[συγκίρνημι]] και συγκερῶ, -άω, Α [[κεράννυμι]] / <i>κεραννύω</i>]<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] δύο ή περισσότερα υγρά [[μεταξύ]] τους<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ανακατεύω]], [[αναμιγνύω]] («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ ἑτέρῳ τούτων επιτυγχάνουσι τύπῳ τῆς λέξεως... ἤ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ ξυγκεραννύντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μετριάζω]] τη [[σφοδρότητα]] αναμιγνύοντας [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[λύπη]] τὴν ἡδονήν ξυγκεραννύναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνθέτω]], [[συναποτελώ]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] [[φιλία]] ή [[έχθρα]] με κάποιον («ταχὺ τοῑς ἡλικιώταις συνεκέκρατο [[ὥστε]] οἰκείως διακεῑσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> παντρεύομαι<br /><b>4.</b> [[είμαι]] άρρηκτα συνδεδεμένος με κάποιον («[[πενία]] δὲ συγκραθεῑσα δυσσεβεῑ τρόπῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>γραμμ.</b> (για φωνήεντα) [[παθαίνω]] [[κράση]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκεράννυμαι</i><br />ενώνομαι («συγκέκραται αὐτῶν ἡ [[φύσις]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «συγκέκραμαι οἴκτῳ» — [[πάσχω]] [[βαριά]] (<b>Σοφ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συγκερνώ]], -άω, και [[συγκιρνώ]], -άω, Ν, και συγκιρνῶ, -άω, ΜΑ, και [[συγκεράννυμι]] και [[συγκίρνημι]] και συγκερῶ, -άω, Α [[κεράννυμι]] / <i>κεραννύω</i>]<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] δύο ή περισσότερα υγρά [[μεταξύ]] τους<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ανακατεύω]], [[αναμιγνύω]] («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ ἑτέρῳ τούτων επιτυγχάνουσι τύπῳ τῆς λέξεως... ἤ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ ξυγκεραννύντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μετριάζω]] τη [[σφοδρότητα]] αναμιγνύοντας [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[λύπη]] τὴν ἡδονήν ξυγκεραννύναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνθέτω]], [[συναποτελώ]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] [[φιλία]] ή [[έχθρα]] με κάποιον («ταχὺ τοῑς ἡλικιώταις συνεκέκρατο [[ὥστε]] οἰκείως διακεῑσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> παντρεύομαι<br /><b>4.</b> [[είμαι]] άρρηκτα συνδεδεμένος με κάποιον («[[πενία]] δὲ συγκραθεῑσα δυσσεβεῑ τρόπῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>γραμμ.</b> (για φωνήεντα) [[παθαίνω]] [[κράση]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκεράννυμαι</i><br />ενώνομαι («συγκέκραται αὐτῶν ἡ [[φύσις]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «συγκέκραμαι οἴκτῳ» — [[πάσχω]] [[βαριά]] (<b>Σοφ.</b>).