3,253,641
edits
(3b) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=περισῴζω | |||
|Medium diacritics=περισῴζω | |||
|Low diacritics=περισώζω | |||
|Capitals=ΠΕΡΙΣΩΖΩ | |||
|Transliteration A=perisṓizō | |||
|Transliteration B=perisōzō | |||
|Transliteration C=perisozo | |||
|Beta Code=perisw/|zw | |||
|Definition=[[save alive]] (= σῴζειν τινὰ [[ὥστε]] [[περιεῖναι]]), [[save]] from [[death]] or [[ruin]], X. ''HG'' 2.3.25, etc.; π. τὴν [[πόλιν]] ''ib.'' 6.5.47; — ''Med.'', [[ἑταίραν]] χρηστὴν [[σεαυτῷ]] [[περιεσώσω]] Alciphr. 1.30; — Pass., [[escape with one's life]], of a prisoner, X. ''HG'' 2.3.32, cf. 4.8.21, Phld. ''Rh.'' 1.28 S.; [[αἰσχρῶς]] App. ''Sam.'' 4.7; ἐκ [[μάχης]] DC. 46.50; of things, [[survive]], [[οἷον]] [[λείψανα]] [[περισεσῶσθαι]] Arist. ''Metaph.'' 1074b13. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισῴζω''': διαφυλάττω ζῶντα, (= σῴζειν τινὰ [[ὥστε]] περιεῖναι), [[διασῴζω]] ἀπὸ θανάτου ἢ καταστροφῆς, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 25., 4. 8, 21, κτλ.· π. τὴν πόλιν [[αὐτόθι]] 6. 5, 47· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀλκίφρ. 1. 30. ― Παθ., περισῴζομαι, διασῴζομαι, ἐπὶ αἰχμαλώτου, κατηγορῶν ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἵνα αὐτὸς περισωθείη Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 32· τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων Δίων Κ. 46. 50· ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀπομένω]], [[οἷον]] λείψανα περισεσῶσθαι Ἀριστοφ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 21. | |lstext='''περισῴζω''': διαφυλάττω ζῶντα, (= σῴζειν τινὰ [[ὥστε]] περιεῖναι), [[διασῴζω]] ἀπὸ θανάτου ἢ καταστροφῆς, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 25., 4. 8, 21, κτλ.· π. τὴν πόλιν [[αὐτόθι]] 6. 5, 47· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀλκίφρ. 1. 30. ― Παθ., περισῴζομαι, διασῴζομαι, ἐπὶ αἰχμαλώτου, κατηγορῶν ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἵνα αὐτὸς περισωθείη Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 32· τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων Δίων Κ. 46. 50· ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀπομένω]], [[οἷον]] λείψανα περισεσῶσθαι Ἀριστοφ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 21. |