Anonymous

συρβάβυττα: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ2 replacement
(40)
 
m (LSJ2 replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=συρβάβυττα
|Medium diacritics=συρβάβυττα
|Low diacritics=συρβάβυττα
|Capitals=ΣΥΡΒΑΒΥΤΤΑ
|Transliteration A=syrbábytta
|Transliteration B=syrbabytta
|Transliteration C=syrvavytta
|Beta Code=surba/butta
|Definition=[[topsy-turvy]], Ar. ''Fr.'' 866.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> άνω [[κάτω]], άτακτα, ανάκατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό επίρρ., αβέβαιης ετυμολ., σχηματισμένο με α' συνθετικό τη λ. [[σύρβη]] / [[τύρβη]] «[[ταραχή]], [[θόρυβος]]», ενώ το β' συνθετικό συνδέεται πιθ. με το ρ. <i>βύω</i> «[[κλείνω]], [[ταπώνω]], [[φράζω]]» (<b>πρβλ.</b> τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>βύττος</i><br /><i>γυναικὸς [[αἰδοῖον]])].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> άνω [[κάτω]], άτακτα, ανάκατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό επίρρ., αβέβαιης ετυμολ., σχηματισμένο με α' συνθετικό τη λ. [[σύρβη]] / [[τύρβη]] «[[ταραχή]], [[θόρυβος]]», ενώ το β' συνθετικό συνδέεται πιθ. με το ρ. <i>βύω</i> «[[κλείνω]], [[ταπώνω]], [[φράζω]]» (<b>πρβλ.</b> τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>βύττος</i><br /><i>γυναικὸς [[αἰδοῖον]])].
}}
}}