Anonymous

ῥηματικός: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rimatikos
|Transliteration C=rimatikos
|Beta Code=r(hmatiko/s
|Beta Code=r(hmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[for a verb]]: <b class="b3">τὸ ῥ</b>. [[a verbal form]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span> 22</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.195</span>; [[derived from a verb]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>135.14</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.381.22</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or for a [[verb]]: τὸ [[ῥηματικόν]] = a [[verbal]] [[form]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span> 22</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.195</span>; [[derive]]d from a [[verb]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>135.14</span>. Adv. [[ῥηματικῶς]] <span class="bibl">Eust.381.22</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥημᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ῥῆμα]], τὸ ῥηματικόν, τὸ [[ῥῆμα]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 195, Ἀπολλών. - Ἐπίρρημ. -κῶς, Εὐστ. 381, 22.
|lstext='''ῥημᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ῥῆμα]], τὸ ῥηματικόν, τὸ [[ῥῆμα]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 195, Ἀπολλών. - Ἐπίρρημ. [[ῥηματικῶς]], Εὐστ. 381, 22.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥηματικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ῥῆμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ρήμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγεται από [[ρήμα]] («ρηματικό [[επίθετο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(και ως [[διπλωματικός]] όρος) αυτός που διατυπώνεται [[προφορικά]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον γραπτό («ρηματική [[διακοίνωση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥηματικόν</i><br />η [[μορφή]] του ρήματος (Διον. Αλ.). Επιρρ. <i>ρηματικώς</i> / <i>ῥηματικῶς</i> ΝΑ<br />[[κατά]] τον τρόπο του ρήματος, με [[ρήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προφορικά]].
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥηματικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ῥῆμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ρήμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγεται από [[ρήμα]] («ρηματικό [[επίθετο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(και ως [[διπλωματικός]] όρος) αυτός που διατυπώνεται [[προφορικά]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον γραπτό («ρηματική [[διακοίνωση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥηματικόν</i><br />η [[μορφή]] του ρήματος (Διον. Αλ.). Επιρρ. [[ρηματικώς]] / [[ῥηματικῶς]] ΝΑ<br />[[κατά]] τον τρόπο του ρήματος, με [[ρήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προφορικά]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥημᾰτικός:''' грам. глагольный Sext.
|elrutext='''ῥημᾰτικός:''' грам. глагольный Sext.
}}
}}