Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλόμος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  14 March 2021
m
Text replacement - "αῑο" to "αῖο"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σφλόμος]] και [[φλώμος]] Ν, και φλῶμος Μ, και [[φλόνος]] και θηλ. [[φλόμος]], ἡ, ΜΑ, και [[πλόμος]] Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] ειδών [[φυτών]] του γένους βερμπάσκο, αλλ. [[φλομόχορτο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] ειδών του γένους [[φλομίς]] και [[ιδίως]] του είδους Phlomis fruticosa, γνωστού [[επίσης]] ως γαϊδουροασφάκα<br /><b>2.</b> ναρκωτική [[ουσία]] που λαμβάνεται από τα φυτά αυτά<br /><b>μσν.</b><br />«[[φλόμος]] Ἰουδαία» — το [[φυτό]] όξυλάπαθον (Ψ <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />«[[φλόμος]] Ἰδαῑος» — το [[φυτό]] [[ελένιο]] (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομ. διαφόρων [[φυτών]], άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια στην Ελληνική, όπως υποδεικνύει και η [[ποικιλία]] τών μορφών με τις οποίες απαντά. Η [[αναγωγή]] της λ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhel</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι» (<b>πρβλ.</b> [[φαλλός]], [[φλέω]], [[φλύω]]) δεν θεωρείται πιθανή. Ο νεοελλ. τ. [[σφλόμος]] με</i> προθετικό <i>σ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σκόνη]]: [[κόνις]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σφλόμος]] και [[φλώμος]] Ν, και φλῶμος Μ, και [[φλόνος]] και θηλ. [[φλόμος]], ἡ, ΜΑ, και [[πλόμος]] Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] ειδών [[φυτών]] του γένους βερμπάσκο, αλλ. [[φλομόχορτο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] ειδών του γένους [[φλομίς]] και [[ιδίως]] του είδους Phlomis fruticosa, γνωστού [[επίσης]] ως γαϊδουροασφάκα<br /><b>2.</b> ναρκωτική [[ουσία]] που λαμβάνεται από τα φυτά αυτά<br /><b>μσν.</b><br />«[[φλόμος]] Ἰουδαία» — το [[φυτό]] όξυλάπαθον (Ψ <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />«[[φλόμος]] Ἰδαῖος» — το [[φυτό]] [[ελένιο]] (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομ. διαφόρων [[φυτών]], άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια στην Ελληνική, όπως υποδεικνύει και η [[ποικιλία]] τών μορφών με τις οποίες απαντά. Η [[αναγωγή]] της λ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhel</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι» (<b>πρβλ.</b> [[φαλλός]], [[φλέω]], [[φλύω]]) δεν θεωρείται πιθανή. Ο νεοελλ. τ. [[σφλόμος]] με</i> προθετικό <i>σ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σκόνη]]: [[κόνις]].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''φλόμος''': (Kratin. in lyr., Eup. in anap., Thphr., Dsk.),<br />{phlómos}<br />'''Forms''': auch [[φλόνος]] (Ps.-Dsk.; Dissim. φμ > φν? Schwyzer 494 u. 830), [[πλόμος]] (Arist.)<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Königskerze]], [[Verbascum sinuatum]] (vgl. Dawkins JHSt. 56, 2 u. 4)<br />'''Composita''' : mit [[ἱππόφλομος]] (ἱππο- vergrößernd) [[Tollkraut]], [[Atropa belladonna]] (Plin.);<br />'''Derivative''': [[φλομίς]] f. [[Phlomis samia]] (Dsk.), [[φλονῖτις]] f. = [[ὄνοσμα]], [[ὀνῖτις]] (Dsk., Ps.-Dsk.), [[φλομώδης]] [[πόα]] H. als Erklärung von αἰθιοπίς, πλομίζω ‘mit πλ. vergiften’ (Arist.).<br />'''Etymology''' : Unerklärt; kann sehr wohl LW sein. Nach Persson Beitr. 2, 799 zu ''bhel''- [[schwellen]] (s. [[φαλλός]]).<br />'''Page''' 2,1029
|ftr='''φλόμος''': (Kratin. in lyr., Eup. in anap., Thphr., Dsk.),<br />{phlómos}<br />'''Forms''': auch [[φλόνος]] (Ps.-Dsk.; Dissim. φμ > φν? Schwyzer 494 u. 830), [[πλόμος]] (Arist.)<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Königskerze]], [[Verbascum sinuatum]] (vgl. Dawkins JHSt. 56, 2 u. 4)<br />'''Composita''' : mit [[ἱππόφλομος]] (ἱππο- vergrößernd) [[Tollkraut]], [[Atropa belladonna]] (Plin.);<br />'''Derivative''': [[φλομίς]] f. [[Phlomis samia]] (Dsk.), [[φλονῖτις]] f. = [[ὄνοσμα]], [[ὀνῖτις]] (Dsk., Ps.-Dsk.), [[φλομώδης]] [[πόα]] H. als Erklärung von αἰθιοπίς, πλομίζω ‘mit πλ. vergiften’ (Arist.).<br />'''Etymology''' : Unerklärt; kann sehr wohl LW sein. Nach Persson Beitr. 2, 799 zu ''bhel''- [[schwellen]] (s. [[φαλλός]]).<br />'''Page''' 2,1029
}}
}}