Anonymous

πλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  14 March 2021
m
Text replacement - "αῑο" to "αῖο"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πλάττω]], ΝΜΑ, και [[πλάθω]] Ν<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[μορφή]] ή [[σχήμα]] σε [[κάτι]], [[διαμορφώνω]], [[σχηματίζω]] (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ<br />β. «τὰ [[μέλη]] τοῦ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) [[κατεργάζομαι]] ευμάλακτη, εύπλαστη ύλη, όπως λ.χ. [[ζύμη]], πηλό, [[κερί]], και της [[δίνω]] ορισμένη [[μορφή]] (α. «[[πλάθω]] το [[ζυμάρι]]» β. «ἀγγεῑον πλάττειν κήρινον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[επινοώ]] με τη [[φαντασία]] μου, [[δημιουργώ]] [[κάτι]] που δεν υπάρχει στην [[πραγματικότητα]] (α. «έπλασε ιστορίες εις [[βάρος]] μου» β. «ψευδεῑς πλάττοντας αἰτίας», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιχρίω]] με ασβέστη ή με [[άλλο]] υλικό («τὸν ναὸν χρίσαντες καὶ πλάσαντες», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> ασκούμαι, εξασκούμαι σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> διαπλάθω με την [[ανατροφή]] και την [[εκπαίδευση]], [[διαπαιδαγωγώ]], [[εκπαιδεύω]] («πείσομεν τὰς τροφούς τε καὶ μητέρας λέγειν τοῑς παισὶ καὶ πλάττειν τὰς ψυχὰς αὐτῶν τοῑς μύθοις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σχηματίζω]] την [[εικόνα]] ενός αντικειμένου ή μια [[έννοια]] στο [[μυαλό]] μου, στον νου μου, [[στοχάζομαι]] («πλάττομεν [[οὔτε]] ἰδόντες [[οὔτε]] ἱκανῶς νοήσαντες θεόν, ἀθάνατόν τι [[ζῷον]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>πλάσσομαι</i><br />[[αποκρύπτω]] τα πραγματικά μου αισθήματα, τον χαρακτήρα μου, [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> α) (για τη [[φωνή]]) γυμνάζομαι<br />β) [[επιθέτω]] ως [[έμπλαστρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[πλάσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλαθ</i>-<i>jο</i>) έχει σχηματιστεί από θ. <i>πλαθ</i>- με ενεστωτικό [[μόρφημα]] -<i>θ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>βρί</i>-<i>θ</i>-<i>ω</i>, <i>πλή</i>-<i>θ</i>-<i>ω</i>) και [[επίθημα]] -<i>jo</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κορυθ</i>-<i>jο</i> > [[κορύσσω]]). Η αρχική σημ. του ρ. [[πλάσσω]] «[[απλώνω]] [[λεπτό]] [[στρώμα]], [[επιχρίω]]» θα επέτρεπε την [[αναγωγή]] του στη [[ρίζα]] <i>pel</i><i>ā</i>-/<i>pel</i><i>ә</i><sub>2</sub>-/ <i>pla</i>- «[[ευρύς]], [[απλώνω]], [[εκτείνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[παλάμη]], [[παλάθη]], [[πέλαγος]] <b>κ.λπ.</b>). Στη [[συνέχεια]] το ρ. χρησιμοποιήθηκε για την [[επεξεργασία]] του αργίλου, για τη [[γλυπτική]] και κατ' [[επέκταση]] για τη [[δημιουργία]], γενικότερα, την [[επινοητικότητα]], τη [[φαντασία]], τη [[μυθοπλασία]] κ.λπ. Ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] παρατηρείται στην [[οικογένεια]] τών αρχ. ινδ. <i>dehmi</i> «[[επαλείφω]]», λατ. <i>fingo</i> «[[πλάθω]], [[κατασκευάζω]] από πηλό, [[επινοώ]]», αγγλ. <i>fiction</i> «[[φαντασία]]» (<b>πρβλ.</b> [[τείχος]]). Η Λατινική δανείστηκε από την Ελληνική το σύνθ. <i>έμ</i>-<i>πλαστρον</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>emplastrum</i>, <i>plastrum</i>), το οποίο πέρασε στη [[συνέχεια]] και στις νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>emplatre</i>, <i>platre</i>, γερμ. <i>Pflaster</i>). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται και ο τ. [[πλάθω]], ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πλασ</i>-<i>α</i> του [[πλάσσω]] [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>έκλωσα</i>: [[κλώθω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πλάση]](-<i>ις</i>), [[πλάσμα]], [[πλάστης]], [[πλαστός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλαστείον]], [[πλάστρον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πλασμός]] (ΙΙ)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[πλαστήρι]](<i>ον</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλαστάρι]], [[πλασταριά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <i>αναπλάττω</i> (-<i>σσω</i>), <i>διαπλάττω</i>(-<i>σσω</i>), [[μεταπλάττω]] (-<i>σσω</i>), <i>προπλάττω</i>(-<i>θω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιπεριπλάσσω]], [[αμφιπλάσσω]], <i>εκπλάσσω</i>, <i>εμπλάττω</i>, <i>επαναπλάττω</i>, [[επικαταπλάσσω]], <i>επιπλάττω</i>, <i>καταπλάττω</i>, <i>παραπλάττω</i>, <i>παρεμπλάττω</i>, <i>περιπλάττω</i>, [[προαναπλάσσω]], [[προδιαπλάσσω]], [[προκαταπλάσσω]], <i>προσαναπλάττω</i>, [[προσεμπλάσσω]], [[προσεπιπλάσσω]], [[προσκαταπλάσσω]], <i>προσπλάττω</i>, <i>συγκαταπλάττω</i>, <i>συμπλάττω</i>, [[συναναπλάσσω]], [[συνδιαπλάσσω]], [[υποπλάσσω]]].
|mltxt=και [[πλάττω]], ΝΜΑ, και [[πλάθω]] Ν<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[μορφή]] ή [[σχήμα]] σε [[κάτι]], [[διαμορφώνω]], [[σχηματίζω]] (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ<br />β. «τὰ [[μέλη]] τοῦ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῖον ἐστι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) [[κατεργάζομαι]] ευμάλακτη, εύπλαστη ύλη, όπως λ.χ. [[ζύμη]], πηλό, [[κερί]], και της [[δίνω]] ορισμένη [[μορφή]] (α. «[[πλάθω]] το [[ζυμάρι]]» β. «ἀγγεῑον πλάττειν κήρινον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[επινοώ]] με τη [[φαντασία]] μου, [[δημιουργώ]] [[κάτι]] που δεν υπάρχει στην [[πραγματικότητα]] (α. «έπλασε ιστορίες εις [[βάρος]] μου» β. «ψευδεῑς πλάττοντας αἰτίας», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιχρίω]] με ασβέστη ή με [[άλλο]] υλικό («τὸν ναὸν χρίσαντες καὶ πλάσαντες», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> ασκούμαι, εξασκούμαι σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> διαπλάθω με την [[ανατροφή]] και την [[εκπαίδευση]], [[διαπαιδαγωγώ]], [[εκπαιδεύω]] («πείσομεν τὰς τροφούς τε καὶ μητέρας λέγειν τοῑς παισὶ καὶ πλάττειν τὰς ψυχὰς αὐτῶν τοῑς μύθοις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σχηματίζω]] την [[εικόνα]] ενός αντικειμένου ή μια [[έννοια]] στο [[μυαλό]] μου, στον νου μου, [[στοχάζομαι]] («πλάττομεν [[οὔτε]] ἰδόντες [[οὔτε]] ἱκανῶς νοήσαντες θεόν, ἀθάνατόν τι [[ζῷον]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>πλάσσομαι</i><br />[[αποκρύπτω]] τα πραγματικά μου αισθήματα, τον χαρακτήρα μου, [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> α) (για τη [[φωνή]]) γυμνάζομαι<br />β) [[επιθέτω]] ως [[έμπλαστρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[πλάσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλαθ</i>-<i>jο</i>) έχει σχηματιστεί από θ. <i>πλαθ</i>- με ενεστωτικό [[μόρφημα]] -<i>θ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>βρί</i>-<i>θ</i>-<i>ω</i>, <i>πλή</i>-<i>θ</i>-<i>ω</i>) και [[επίθημα]] -<i>jo</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κορυθ</i>-<i>jο</i> > [[κορύσσω]]). Η αρχική σημ. του ρ. [[πλάσσω]] «[[απλώνω]] [[λεπτό]] [[στρώμα]], [[επιχρίω]]» θα επέτρεπε την [[αναγωγή]] του στη [[ρίζα]] <i>pel</i><i>ā</i>-/<i>pel</i><i>ә</i><sub>2</sub>-/ <i>pla</i>- «[[ευρύς]], [[απλώνω]], [[εκτείνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[παλάμη]], [[παλάθη]], [[πέλαγος]] <b>κ.λπ.</b>). Στη [[συνέχεια]] το ρ. χρησιμοποιήθηκε για την [[επεξεργασία]] του αργίλου, για τη [[γλυπτική]] και κατ' [[επέκταση]] για τη [[δημιουργία]], γενικότερα, την [[επινοητικότητα]], τη [[φαντασία]], τη [[μυθοπλασία]] κ.λπ. Ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] παρατηρείται στην [[οικογένεια]] τών αρχ. ινδ. <i>dehmi</i> «[[επαλείφω]]», λατ. <i>fingo</i> «[[πλάθω]], [[κατασκευάζω]] από πηλό, [[επινοώ]]», αγγλ. <i>fiction</i> «[[φαντασία]]» (<b>πρβλ.</b> [[τείχος]]). Η Λατινική δανείστηκε από την Ελληνική το σύνθ. <i>έμ</i>-<i>πλαστρον</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>emplastrum</i>, <i>plastrum</i>), το οποίο πέρασε στη [[συνέχεια]] και στις νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>emplatre</i>, <i>platre</i>, γερμ. <i>Pflaster</i>). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται και ο τ. [[πλάθω]], ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πλασ</i>-<i>α</i> του [[πλάσσω]] [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>έκλωσα</i>: [[κλώθω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πλάση]](-<i>ις</i>), [[πλάσμα]], [[πλάστης]], [[πλαστός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλαστείον]], [[πλάστρον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πλασμός]] (ΙΙ)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[πλαστήρι]](<i>ον</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλαστάρι]], [[πλασταριά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <i>αναπλάττω</i> (-<i>σσω</i>), <i>διαπλάττω</i>(-<i>σσω</i>), [[μεταπλάττω]] (-<i>σσω</i>), <i>προπλάττω</i>(-<i>θω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιπεριπλάσσω]], [[αμφιπλάσσω]], <i>εκπλάσσω</i>, <i>εμπλάττω</i>, <i>επαναπλάττω</i>, [[επικαταπλάσσω]], <i>επιπλάττω</i>, <i>καταπλάττω</i>, <i>παραπλάττω</i>, <i>παρεμπλάττω</i>, <i>περιπλάττω</i>, [[προαναπλάσσω]], [[προδιαπλάσσω]], [[προκαταπλάσσω]], <i>προσαναπλάττω</i>, [[προσεμπλάσσω]], [[προσεπιπλάσσω]], [[προσκαταπλάσσω]], <i>προσπλάττω</i>, <i>συγκαταπλάττω</i>, <i>συμπλάττω</i>, [[συναναπλάσσω]], [[συνδιαπλάσσω]], [[υποπλάσσω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm