Anonymous

εὐκταῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αῑα" to "αῖα"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ εὐκταῑος, -α, ον)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο εύχεται [[κάποιος]] και επιθυμεί να γίνει, ο [[επιθυμητός]], ο [[ποθητός]] (α. «ευκταία η [[συνεργασία]] τών κομμάτων» β. «[[γάμος]] γάρ... εὐκταῑον κακόν», Μέν.)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο εύχεται [[κάποιος]] να αποκτήσει («Ἅιδου... εὐκταίαν [[χάριν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[ευχή]], αυτός που γίνεται για [[ευχή]] («εὐκταῑαι ἐπῳδαί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[λατρεία]]) αφιερωμένος, καθιερωμένος<br /><b>3.</b> αυτός που τελείται κατ' ευχήν («πανηγύρεις εὐκταῑαι», Δίων Κάσσ.)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὐκταῑα</i><br />α) τα αναθήματα, τα αφιερώματα, τα «ταξίματα» <br />β) οι ευχές, οι δεήσεις<br /><b>5.</b> (ως [[επίθετο]] θεών) αυτός τον οποίο επικαλείται [[κάποιος]] («Θέμις εὐκταία», <b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκταίως</i> (ΑΜ)<br />με τρόπο ευκταίο, κατ' ευχήν («εὐκταίως δέχεσθαί τινα», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[εύχομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -[[φευκτός]] > [[φευκταίος]])].
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ εὐκταῑος, -α, ον)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο εύχεται [[κάποιος]] και επιθυμεί να γίνει, ο [[επιθυμητός]], ο [[ποθητός]] (α. «ευκταία η [[συνεργασία]] τών κομμάτων» β. «[[γάμος]] γάρ... εὐκταῑον κακόν», Μέν.)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο εύχεται [[κάποιος]] να αποκτήσει («Ἅιδου... εὐκταίαν [[χάριν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[ευχή]], αυτός που γίνεται για [[ευχή]] («εὐκταῖαι ἐπῳδαί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[λατρεία]]) αφιερωμένος, καθιερωμένος<br /><b>3.</b> αυτός που τελείται κατ' ευχήν («πανηγύρεις εὐκταῖαι», Δίων Κάσσ.)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὐκταῖα</i><br />α) τα αναθήματα, τα αφιερώματα, τα «ταξίματα» <br />β) οι ευχές, οι δεήσεις<br /><b>5.</b> (ως [[επίθετο]] θεών) αυτός τον οποίο επικαλείται [[κάποιος]] («Θέμις εὐκταία», <b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκταίως</i> (ΑΜ)<br />με τρόπο ευκταίο, κατ' ευχήν («εὐκταίως δέχεσθαί τινα», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[εύχομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -[[φευκτός]] > [[φευκταίος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm