Anonymous

κνεφαῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αῑο" to "αῖο"
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κνεφαῑος, -αία, -ον (Α) [[κνέφας]]<br /><b>1.</b> [[σκοτεινός]], [[μαύρος]] («κνεφαῖα τ' ἀμφὶ Ταρτάρου [[βάθη]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στο [[σκοτάδι]] τη [[νύχτα]] ή ο πολύ [[πρωινός]] (α. «κνεφαῑος ἐλθών», Ιππών.<br />β. «ὁ δ' ἀνεφάνη κνεφαῑος ἐπὶ τῇ κιγκλίδι», <b>Αριστοφ.</b>). Επιρρ. <i>κνεφαίως</i> (Α)<br />την ώρα που έχει [[σκοτάδι]].
|mltxt=κνεφαῖος, -αία, -ον (Α) [[κνέφας]]<br /><b>1.</b> [[σκοτεινός]], [[μαύρος]] («κνεφαῖα τ' ἀμφὶ Ταρτάρου [[βάθη]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στο [[σκοτάδι]] τη [[νύχτα]] ή ο πολύ [[πρωινός]] (α. «κνεφαῖος ἐλθών», Ιππών.<br />β. «ὁ δ' ἀνεφάνη κνεφαῖος ἐπὶ τῇ κιγκλίδι», <b>Αριστοφ.</b>). Επιρρ. <i>κνεφαίως</i> (Α)<br />την ώρα που έχει [[σκοτάδι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm