Anonymous

πρεσβεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αῑα" to "αῖα"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και κρητ. τ. [[πρειγεύω]] Α [[πρέσβυς]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[πρεσβευτής]], [[εκτελώ]] καθήκοντα πρεσβευτή<br /><b>2.</b> έχω ορισμένη [[αντίληψη]], [[ομολογώ]], [[φρονώ]], [[πιστεύω]], [[παραδέχομαι]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> [[μεσιτεύω]], [[μεσολαβώ]] («[[Παναγία]] Θεοτόκος πρέσβευε [[ὑπέρ]] ἡμῶν», Όρθρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] μεγαλύτερος από κάποιον [[άλλο]] στην [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> (για [[κρασί]]) [[είμαι]] [[παλαιός]] («πολλαῑς πρεσβεύων ἐτέων περικαλλέσιν ὥραις», Αρχέστρ.)<br /><b>3.</b> [[λαμβάνω]] την πρώτη [[θέση]], [[είμαι]] [[άριστος]]<br /><b>4.</b> (για το [[αρσενικό]] [[φύλο]]) [[υπερέχω]] («οἷσι πρεσβεύει [[γένος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κυβερνώ]], [[βασιλεύω]]<br /><b>6.</b> [[κατατάσσω]] κάποιον στην πρώτη [[γραμμή]], τον [[θεωρώ]] πρώτο στην [[τάξη]] («πρῶτον... [[πρεσβεύω]] θεῶν Γαῑαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[αποδίδω]] ιδιαίτερη [[τιμή]] ή [[λατρεία]] («τὰ δίκαια πρεσβεύειν πρὸ παντὸς ἰδίου... συμφέροντος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[καλλιεργώ]] τέχνες<br /><b>9.</b> [[ενεργώ]] ως [[αντιπρόσωπος]]<br /><b>10.</b> [[δέχομαι]], [[παραδέχομαι]]<br /><b>11.</b> [[υποστηρίζω]], [[ενδιαφέρομαι]] για [[κάτι]]<br /><b>12.</b> <b>παθ.</b> <i>πρεσβεύομαι</i><br />[[κατέχω]] την πρώτη [[θέση]] (α. «κακῶν δὲ πρεσβεύεται τὸ Λήμνιον λόγῳ» — από όλα τα [[κακά]] πρωτεύει το [[κακό]] της Λήμνου στον λόγο, <b>Αισχύλ.</b><br />β. «τὸ πρεσβύτερον... τοῦ νεωτέρου ἐστί πρεσβευόμενον» — τιμάται περισσότερο από τον νεώτερο, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ πεπρεσβευμένα</i><br />οι διαπραγματεύσεις.
|mltxt=ΝΜΑ, και κρητ. τ. [[πρειγεύω]] Α [[πρέσβυς]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[πρεσβευτής]], [[εκτελώ]] καθήκοντα πρεσβευτή<br /><b>2.</b> έχω ορισμένη [[αντίληψη]], [[ομολογώ]], [[φρονώ]], [[πιστεύω]], [[παραδέχομαι]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> [[μεσιτεύω]], [[μεσολαβώ]] («[[Παναγία]] Θεοτόκος πρέσβευε [[ὑπέρ]] ἡμῶν», Όρθρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] μεγαλύτερος από κάποιον [[άλλο]] στην [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> (για [[κρασί]]) [[είμαι]] [[παλαιός]] («πολλαῑς πρεσβεύων ἐτέων περικαλλέσιν ὥραις», Αρχέστρ.)<br /><b>3.</b> [[λαμβάνω]] την πρώτη [[θέση]], [[είμαι]] [[άριστος]]<br /><b>4.</b> (για το [[αρσενικό]] [[φύλο]]) [[υπερέχω]] («οἷσι πρεσβεύει [[γένος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κυβερνώ]], [[βασιλεύω]]<br /><b>6.</b> [[κατατάσσω]] κάποιον στην πρώτη [[γραμμή]], τον [[θεωρώ]] πρώτο στην [[τάξη]] («πρῶτον... [[πρεσβεύω]] θεῶν Γαῖαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[αποδίδω]] ιδιαίτερη [[τιμή]] ή [[λατρεία]] («τὰ δίκαια πρεσβεύειν πρὸ παντὸς ἰδίου... συμφέροντος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[καλλιεργώ]] τέχνες<br /><b>9.</b> [[ενεργώ]] ως [[αντιπρόσωπος]]<br /><b>10.</b> [[δέχομαι]], [[παραδέχομαι]]<br /><b>11.</b> [[υποστηρίζω]], [[ενδιαφέρομαι]] για [[κάτι]]<br /><b>12.</b> <b>παθ.</b> <i>πρεσβεύομαι</i><br />[[κατέχω]] την πρώτη [[θέση]] (α. «κακῶν δὲ πρεσβεύεται τὸ Λήμνιον λόγῳ» — από όλα τα [[κακά]] πρωτεύει το [[κακό]] της Λήμνου στον λόγο, <b>Αισχύλ.</b><br />β. «τὸ πρεσβύτερον... τοῦ νεωτέρου ἐστί πρεσβευόμενον» — τιμάται περισσότερο από τον νεώτερο, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ πεπρεσβευμένα</i><br />οι διαπραγματεύσεις.
}}
}}
{{lsm
{{lsm