3,277,121
edits
(Created page with "{{grml |mltxt=πετροβολώ, πετροβολάω και πετροβολέω / πετροβολῶ, πετροβολέω, ΝΜΑ πετροβόλο...") |
mNo edit summary |
||
Line 2: | Line 2: | ||
|mltxt=[[πετροβολώ]], [[πετροβολάω]] και [[πετροβολέω]] / [[πετροβολῶ]], [[πετροβολέω]], ΝΜΑ [[πετροβόλος]]<br />[[σημαδεύω]] κάποιον με πέτρες, [[λιθοβολώ]] («με το [[ποτάμι]] μάλωνε και το πετροβολούσε», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] σε κάποιον [[κάθε]] είδους μικρά αντικείμενα («να μάσω μοσχοκάρυδα να τήν πετροβολήσω»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκτοξεύω]] διάφορες κατηγορίες ή συκοφαντίες [[εναντίον]] κάποιου. | |mltxt=[[πετροβολώ]], [[πετροβολάω]] και [[πετροβολέω]] / [[πετροβολῶ]], [[πετροβολέω]], ΝΜΑ [[πετροβόλος]]<br />[[σημαδεύω]] κάποιον με πέτρες, [[λιθοβολώ]] («με το [[ποτάμι]] μάλωνε και το πετροβολούσε», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] σε κάποιον [[κάθε]] είδους μικρά αντικείμενα («να μάσω μοσχοκάρυδα να τήν πετροβολήσω»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκτοξεύω]] διάφορες κατηγορίες ή συκοφαντίες [[εναντίον]] κάποιου. | ||
}} | }} | ||
==Translations== | |||
Arabic: رَجَمَ; Armenian: քարկոծել; Azerbaijani: daşlamaq; Breton: labezañ, meinata; Catalan: apedregar, lapidar; Czech: kamenovat, ukamenovat; Danish: stene; Dutch: stenigen; Esperanto: ŝtonmortigi; Faroese: steina; Finnish: kivittää; French: lapider; Galician: lapidar, apedrar, acoiar, acantazar; German: steinigen; Ancient Greek: λιθοβολέω; Hindi: संगसार करना; Hungarian: megkövez; Interlingua: lapidar; Irish: cloch; Italian: lapidare; Khmer: ចោលដុំថ្ម; Latin: lapidō; Macedonian: каменува; Nahuatl: motla, tehuia; Norman: lapider; Norwegian: steine; Occitan: lapidar; Old English: stǣnan, hǣnan, ġehǣnan; Persian: سنگسار کردن; Polish: kamienować, ukamienować; Portuguese: apedrejar, lapidar; Quechua: chanqiyay, ch'aqiy; Slovak: kameňovať, ukameňovať; Spanish: lapidar, apedrear; Swahili: jiwe; Swedish: stena; Welsh: llabyddio |