3,277,180
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει [[πάνω]] σε κάποιον και τον καλύπτει [[ολόγυρα]] με το [[σώμα]] του, αυτός που περιβάλλει κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που περιπίπτει σε μια [[κατάσταση]] και [[ιδίως]] στη [[δυστυχία]] («μή με καταστήσῃς ἀηδεῑ καὶ δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (για την ανθρώπινη [[τύχη]]) αυτός που μεταβάλλεται αιφνίδια και, [[ιδίως]], από το καλό στο [[κακό]] («[[ἐπειδὴ]] περιπετεῑς ἔχεις τύχας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) καλυμμένος [[ολόγυρα]] («ὕπερθε βωμοῡ πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ προνωπῆ | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει [[πάνω]] σε κάποιον και τον καλύπτει [[ολόγυρα]] με το [[σώμα]] του, αυτός που περιβάλλει κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που περιπίπτει σε μια [[κατάσταση]] και [[ιδίως]] στη [[δυστυχία]] («μή με καταστήσῃς ἀηδεῑ καὶ δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (για την ανθρώπινη [[τύχη]]) αυτός που μεταβάλλεται αιφνίδια και, [[ιδίως]], από το καλό στο [[κακό]] («[[ἐπειδὴ]] περιπετεῑς ἔχεις τύχας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) καλυμμένος [[ολόγυρα]] («ὕπερθε βωμοῡ πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ προνωπῆ λαβεῖν [[ἀέρδην]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ξίφος]] περιπετές»<br />(στον <b>Αισχύλ.</b>) το [[ξίφος]] [[γύρω]] από το οποίο έπεσε ο [[Αίας]]<br />β) «αὐτὸς ἐμαυτῷ περιπετὴς [[γίγνομαι]]» — [[γίνομαι]] [[αίτιος]] της πτώσης μου, της καταστροφής μου<br />δ) «[[περιπετής]] [[εἰμί]] τινι» — εμπλέκομαι, έχω την [[ατυχία]] να εμπλακώ σε μια [[κατάσταση]]<br />ε) «περιπετῆ ποιῶ τινα ἐμαυτῷ» — [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριό μου<br />στ) «περιπετὴς τῇ αἰτίᾳ [[γίγνομαι]]» — θεωρούμαι [[υπαίτιος]] κακού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> (θ. <i>πετ</i>- του [[πίπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>πετής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |