Anonymous

ἔραμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔραμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[νιώθω]] ερωτική [[επιθυμία]] («ἠράσθη τῆς ἑωυτοῡ γυναικός», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμώ]] υπερβολικά [[κάτι]] («ὃς πολέμου [[ἔραται]] ἐπιδημίου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιθυμώ]] πολύ («ἀνδρῶν τυράννων [[κῆδος]] ἠράσθη λαβεῑν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο το ρ. [[έραμαι]] όσο και ο ιων.- αττ. τ. <i>ερώ</i> [[είναι]] άγνωστης ετυμολογίας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[έρως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ερατός]], [[ερατώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανέραμαι]], [[αντέραμαι]], [[διέραμαι]], [[υπερέραμαι]]].
|mltxt=[[ἔραμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[νιώθω]] ερωτική [[επιθυμία]] («ἠράσθη τῆς ἑωυτοῡ γυναικός», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμώ]] υπερβολικά [[κάτι]] («ὃς πολέμου [[ἔραται]] ἐπιδημίου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιθυμώ]] πολύ («ἀνδρῶν τυράννων [[κῆδος]] ἠράσθη λαβεῖν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο το ρ. [[έραμαι]] όσο και ο ιων.- αττ. τ. <i>ερώ</i> [[είναι]] άγνωστης ετυμολογίας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[έρως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ερατός]], [[ερατώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανέραμαι]], [[αντέραμαι]], [[διέραμαι]], [[υπερέραμαι]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm