Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συλλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και διαλ. τ. [[συλλαβαίνω]] Ν [[λαμβάνω]]<br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) [[πιάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] καλά και δεν τον [[αφήνω]] να φύγει, [[κατακρατώ]] βίαια κάποιον (α. «η [[αστυνομία]] συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]]<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) [[μένω]] [[έγκυος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μού έρχεται στον νου, [[σχηματίζω]] στη [[σκέψη]] («εγώ συνέλαβα την [[ιδέα]] να πάμε [[εκδρομή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συλλαμβάνει ο [[φακός]]» — γίνεται [[φωτογράφιση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαζεύω]] [[κάτι]] και το [[φέρνω]] στο ίδιο [[σημείο]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[συνάγω]], [[συναθροίζω]] και, [[ιδίως]], [[συγκεντρώνω]] διεσπαρμένα στρατεύματα («ἀπῄει συλλαβὼν τὸ [[στράτευμα]] ὅσον τε ἦλθεν ἔχων»<br /><b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] μου («ξυλλαβὼν κατέκλινεν αὐτὸν εἰς Ἀσκληπιοῡ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κλείνω]], [[σφαλίζω]] («ξυνέλαβε τὸ [[στόμα]] καὶ τοὺς ὀφθαλμούς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εγκλείω]], [[εσωκλείω]] («τῇ ἐπιδέσει συλλαμβάνονται συνάγειν τοὺς μηρούς», Σωρ.)<br /><b>5.</b> (στην [[ομιλία]]) [[περιλαμβάνω]] («ἑνὶ ἔπεϊ [[πάντα]] συλλαβόντα εἰπεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συνδυάζω]] [[κατά]] την [[εκφώνηση]], [[κατά]] την [[προφορά]]<br /><b>7.</b> [[πιάνω]] με το [[χέρι]], [[αρπάζω]] («κόμην [[ἀπρίξ]] ὄνυξι συλλαβὼν χερί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]]<br /><b>9.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰ [[πάντα]] μὲν νυν ταῡτα συλλαβεῑν ἄνθρωπον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[παίρνω]] κάποιον ως βοηθό<br /><b>11.</b> παρίσταμαι και εγώ στην [[εκτέλεση]] ενός έργου βοηθώντας κάποιον [[άλλο]]<br /><b>12.</b> [[διευκολύνω]] την [[πραγματοποίηση]] ενός έργου<br /><b>13.</b> [[αγοράζω]] [[κάτι]] εξ ολοκλήρου ή [[κατά]] το μεγαλύτερο [[μέρος]]<br /><b>14.</b> <b>μέσ.</b> <i>συλλαμβάνομαι</i><br />[[συμμετέχω]] σε [[κάτι]].
|mltxt=ΝΜΑ, και διαλ. τ. [[συλλαβαίνω]] Ν [[λαμβάνω]]<br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) [[πιάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] καλά και δεν τον [[αφήνω]] να φύγει, [[κατακρατώ]] βίαια κάποιον (α. «η [[αστυνομία]] συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]]<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) [[μένω]] [[έγκυος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μού έρχεται στον νου, [[σχηματίζω]] στη [[σκέψη]] («εγώ συνέλαβα την [[ιδέα]] να πάμε [[εκδρομή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συλλαμβάνει ο [[φακός]]» — γίνεται [[φωτογράφιση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαζεύω]] [[κάτι]] και το [[φέρνω]] στο ίδιο [[σημείο]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[συνάγω]], [[συναθροίζω]] και, [[ιδίως]], [[συγκεντρώνω]] διεσπαρμένα στρατεύματα («ἀπῄει συλλαβὼν τὸ [[στράτευμα]] ὅσον τε ἦλθεν ἔχων»<br /><b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] μου («ξυλλαβὼν κατέκλινεν αὐτὸν εἰς Ἀσκληπιοῡ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κλείνω]], [[σφαλίζω]] («ξυνέλαβε τὸ [[στόμα]] καὶ τοὺς ὀφθαλμούς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εγκλείω]], [[εσωκλείω]] («τῇ ἐπιδέσει συλλαμβάνονται συνάγειν τοὺς μηρούς», Σωρ.)<br /><b>5.</b> (στην [[ομιλία]]) [[περιλαμβάνω]] («ἑνὶ ἔπεϊ [[πάντα]] συλλαβόντα εἰπεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συνδυάζω]] [[κατά]] την [[εκφώνηση]], [[κατά]] την [[προφορά]]<br /><b>7.</b> [[πιάνω]] με το [[χέρι]], [[αρπάζω]] («κόμην [[ἀπρίξ]] ὄνυξι συλλαβὼν χερί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]]<br /><b>9.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰ [[πάντα]] μὲν νυν ταῡτα συλλαβεῖν ἄνθρωπον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[παίρνω]] κάποιον ως βοηθό<br /><b>11.</b> παρίσταμαι και εγώ στην [[εκτέλεση]] ενός έργου βοηθώντας κάποιον [[άλλο]]<br /><b>12.</b> [[διευκολύνω]] την [[πραγματοποίηση]] ενός έργου<br /><b>13.</b> [[αγοράζω]] [[κάτι]] εξ ολοκλήρου ή [[κατά]] το μεγαλύτερο [[μέρος]]<br /><b>14.</b> <b>μέσ.</b> <i>συλλαμβάνομαι</i><br />[[συμμετέχω]] σε [[κάτι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm