3,277,020
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br />([[κυρίως]] για στρατιωτική [[δύναμη]]) [[καταλαμβάνω]] εκ τών προτέρων ή [[πριν]] από άλλους (α. «ο [[λόχος]] μας διατάχθηκε να προκαταλάβει το ύψωμα» β. «ἐβούλοντο τὴν Πλάταιαν αἰεὶ σφίσι διάφορον οὖσαν ἔτι ἐν εἰρήνῃ τε καὶ τοῦ πολέμου [[μήπως]] φανεροῡ καθεστῶτος | |mltxt=ΝΜΑ<br />([[κυρίως]] για στρατιωτική [[δύναμη]]) [[καταλαμβάνω]] εκ τών προτέρων ή [[πριν]] από άλλους (α. «ο [[λόχος]] μας διατάχθηκε να προκαταλάβει το ύψωμα» β. «ἐβούλοντο τὴν Πλάταιαν αἰεὶ σφίσι διάφορον οὖσαν ἔτι ἐν εἰρήνῃ τε καὶ τοῦ πολέμου [[μήπως]] φανεροῡ καθεστῶτος προκαταλαβεῖν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[πείθω]] κάποιον να σχηματίσει μια [[γνώμη]] για ένα [[θέμα]] εκ τών προτέρων, [[πριν]] να το μελετήσει, [[προδιαθέτω]], [[προϊδεάζω]] («μην προκαταλαμβάνεσαι από τις διαδόσεις»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[προκατειλημμένος]]<br />αυτός που [[είναι]] εκ τών προτέρων διατεθειμένος για κάποιον ή [[κάτι]], και [[συνήθως]] δυσμενώς, ο επηρεασμένος εκ τών προτέρων, [[μεροληπτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκατέχω]]<br /><b>2.</b> [[επέρχομαι]] αιφνιδίως («τοῦ χειμῶνος προκαταλαβόντος [αὐτόν]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταβάλλω]] εκ τών προτέρων<br /><b>4.</b> [[κερδίζω]] για τον εαυτό μου εκ τών προτέρων, [[προσελκύω]]<br /><b>5.</b> [[εξασφαλίζω]]<br /><b>6.</b> [[δένω]] ασφαλώς και [[στερεά]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> α) [[προλαβαίνω]] και [[ματαιώνω]] («προκαταλαμβάνειν [[ὅπως]] μηδ' ἐς ἐπίνοιαν τούτου ἴωσι» <b>Θουκ.</b>)<br />β) (για προσ.) [[επέρχομαι]] αιφνιδίως, [[προλαβαίνω]] («δείσαντες προκαταλαβεῖν ἐβούλοντο»)<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> <i>προκαταλαμβάνομαι</i><br />α) [[προλαβαίνω]] [[κάτι]] με τον λόγο, [[διαπραγματεύομαι]] εκ τών προτέρων («χαλεπόν ἐστιν ὕστατον ἐπελθόντα λέγειν περὶ πραγμάτων [[πάλαι]] προκατειλημμένων», Ισοκρ.)<br />β) [[γίνομαι]] [[κατανοητός]] [[πριν]] από κάποιον ή από [[κάτι]] [[άλλο]] («προκαταλαμβάνεται τὸ σημεῑον τοῦ σημειωτοῦ», Σέξτ. Εμπ.)<br />γ) (για γεγονότα) ορίζομαι εκ τών προτέρων («προκαταλαμβάνομαι ὑπὸ τῆς εἱμαρμένης», Διογεν.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |