Anonymous

εγγύη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - "σημεῑ" to "σημεῖ"
(10)
 
m (Text replacement - "σημεῑ" to "σημεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγγύη]], η (AM)<br />ό,τι δίνεται ως [[ενέχυρο]], [[εγγύηση]] ή [[ασφάλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτό που καταβάλλεται ως [[εγγύηση]]<br /><b>2.</b> [[μνηστεία]] στην Αθήνα [[κατά]] την οποία ο [[πατέρας]] της νύφης τήν έδινε στον γαμπρό [[μπροστά]] σε μάρτυρες<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Ησύχιο) «σημεῑον ἐν θυτικῇ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[εγγύη]] [[είναι]] πιθ. σύνθετη από την [[πρόθεση]] <i>εν</i> και μια αμάρτυρη [[λέξη]] <i>γύᾱ</i>, ιων.-αττ. <i>γύη</i>. Η λ. αυτή απαντά στο αβεστ. <i>gava</i> «[[χέρι]]» [[καθώς]] και ως β' συνθετικό στο σύνθετο <i>υπό</i>-<i>γυ</i>(<i>ι</i>)<i>ος</i> και συνδέεται με τα [[γύαλον]], [[γύης]], <i>γυία</i>. Υποστηρίχτηκε [[επίσης]] ότι τα [[εγγύη]], [[έγγυος]] [[είναι]] μεταρρηματικά παράγωγα του <i>εγγυώ</i>, [[αλλά]] και το αντίθετο, δηλ. ότι το [[εγγύη]] ανάγεται σε ένα επίθ. [[έγγυος]] με αμάρτυρη σημ. «[[μέσα]] στα χέρια» και ότι το <i>εγγυώ</i> [[είναι]] μετονοματικό παράγωγο του [[εγγύη]]. Η αρχική [[έννοια]] αυτής της λεξιλογικής οικογένειας ήταν «[[κοιλότητα]], [[καμπυλότητα]], [[κοιλότητα]] του χεριού, [[παλάμη]]», απ' όπου προήλθε η σημ. «[[τεκμήριο]] που παραδίδεται στο [[χέρι]]» και αργότερα κατέληξε να δηλώνει τον γνωστό [[σήμερα]] νομικό όρο της εγγύησης].
|mltxt=[[ἐγγύη]], η (AM)<br />ό,τι δίνεται ως [[ενέχυρο]], [[εγγύηση]] ή [[ασφάλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτό που καταβάλλεται ως [[εγγύηση]]<br /><b>2.</b> [[μνηστεία]] στην Αθήνα [[κατά]] την οποία ο [[πατέρας]] της νύφης τήν έδινε στον γαμπρό [[μπροστά]] σε μάρτυρες<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Ησύχιο) «σημεῖον ἐν θυτικῇ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[εγγύη]] [[είναι]] πιθ. σύνθετη από την [[πρόθεση]] <i>εν</i> και μια αμάρτυρη [[λέξη]] <i>γύᾱ</i>, ιων.-αττ. <i>γύη</i>. Η λ. αυτή απαντά στο αβεστ. <i>gava</i> «[[χέρι]]» [[καθώς]] και ως β' συνθετικό στο σύνθετο <i>υπό</i>-<i>γυ</i>(<i>ι</i>)<i>ος</i> και συνδέεται με τα [[γύαλον]], [[γύης]], <i>γυία</i>. Υποστηρίχτηκε [[επίσης]] ότι τα [[εγγύη]], [[έγγυος]] [[είναι]] μεταρρηματικά παράγωγα του <i>εγγυώ</i>, [[αλλά]] και το αντίθετο, δηλ. ότι το [[εγγύη]] ανάγεται σε ένα επίθ. [[έγγυος]] με αμάρτυρη σημ. «[[μέσα]] στα χέρια» και ότι το <i>εγγυώ</i> [[είναι]] μετονοματικό παράγωγο του [[εγγύη]]. Η αρχική [[έννοια]] αυτής της λεξιλογικής οικογένειας ήταν «[[κοιλότητα]], [[καμπυλότητα]], [[κοιλότητα]] του χεριού, [[παλάμη]]», απ' όπου προήλθε η σημ. «[[τεκμήριο]] που παραδίδεται στο [[χέρι]]» και αργότερα κατέληξε να δηλώνει τον γνωστό [[σήμερα]] νομικό όρο της εγγύησης].
}}
}}