Anonymous

συνεδρεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "σημεῑ" to "σημεῖ"
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "σημεῑ" to "σημεῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[σύνεδρος]]<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[συνεδρίαση]], [[συνεδριάζω]]<br /><b>2.</b> [[συνδιασκέπτομαι]], [[συσκέπτομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[ενέδρα]], [[ενεδρεύω]]<br /><b>2.</b> (για στρατεύματα) [[περικλείω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) <b>ιατρ.</b> (για [[σύμπτωμα]]) [[συνυπάρχω]], [[συνοδεύω]] («σημεῑα συνεδρεύει τῷ ἀνευρύσματι [[ὄγκος]]», Αέτ.)<br />β) (γενικά) [[συναποτελώ]], [[συνυπάρχω]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. της παθ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ συνεδρευόμενα</i><br />α) οι αποφάσεις συνεδρίου<br />β) (ειδικά) τα ψηφίσματα της συγκλήτου<br /><b>5.</b> (το ουδ. της ενεργ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ συνεδρεύοντα</i><br />α) <b>γραμμ.</b> τα συμφραζόμενα<br />β) (ως [[τίτλος]] έργου του γιατρού Πραξαγόρου) τα συγχρόνως εμφανιζόμενα συμπτώματα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεδρεύω]] τῷ λόγῳ» — παρίσταμαι ή [[μετέχω]] σε [[συζήτηση]] (<b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=ΝΑ [[σύνεδρος]]<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[συνεδρίαση]], [[συνεδριάζω]]<br /><b>2.</b> [[συνδιασκέπτομαι]], [[συσκέπτομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[ενέδρα]], [[ενεδρεύω]]<br /><b>2.</b> (για στρατεύματα) [[περικλείω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) <b>ιατρ.</b> (για [[σύμπτωμα]]) [[συνυπάρχω]], [[συνοδεύω]] («σημεῖα συνεδρεύει τῷ ἀνευρύσματι [[ὄγκος]]», Αέτ.)<br />β) (γενικά) [[συναποτελώ]], [[συνυπάρχω]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. της παθ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ συνεδρευόμενα</i><br />α) οι αποφάσεις συνεδρίου<br />β) (ειδικά) τα ψηφίσματα της συγκλήτου<br /><b>5.</b> (το ουδ. της ενεργ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ συνεδρεύοντα</i><br />α) <b>γραμμ.</b> τα συμφραζόμενα<br />β) (ως [[τίτλος]] έργου του γιατρού Πραξαγόρου) τα συγχρόνως εμφανιζόμενα συμπτώματα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεδρεύω]] τῷ λόγῳ» — παρίσταμαι ή [[μετέχω]] σε [[συζήτηση]] (<b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm