Anonymous

προσέχω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑχε" to "εῖχε"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "εῑχε" to "εῖχε")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> έχω στρέψει την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]], [[σκέπτομαι]], [[παρατηρώ]] ή [[παρακολουθώ]] [[κάτι]] με [[ενδιαφέρον]] (α. «πρόσεχε στο [[μάθημα]]» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[διακρίνω]] (α. «ήταν κι αυτός [[εκεί]] [[αλλά]] δεν τον πρόσεξα» β. «προσοχὼν εὐφυῆ τὸν νεανίσκον», Παλλάδ.)<br /><b>3.</b> [[βλέπω]] με [[συμπάθεια]], [[διάκειμαι]] ευμενώς (α. «[[πάντα]] μέ πρόσεχε ο δάσκαλός μου» β. «ἐπὶ δὲ Κάϊν καὶ ἐπὶ ταῑς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχε», ΠΔ)<br /><b>4.</b> αφοσιώνομαι σε [[κάτι]], επιδίδομαι σε [[κάτι]] με [[επιμέλεια]] (α. «δεν προσέχει τα [[παιδιά]] του» β. «προσεῑχε τε ἤδη μᾱλλον τῷ κατὰ θάλασσαν πολέμῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> προφυλάσσομαι, [[φυλάγομαι]] από [[κάτι]] (α. «να προσέχεις μην κρυολογήσεις» β. «προσέχετε ἑαυτοῑς ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων, ἥτις ἐστὶν [[ὑπόκρισις]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]] με ερωτικό [[ενδιαφέρον]] («δεν τον πρόσεξε [[καμιά]] [[γυναίκα]]»)<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] την [[αξία]] ενός πράγματος, [[θεωρώ]] ότι [[κάτι]] έχει [[αξία]] («όσο ζούσε, το [[έργο]] του ελάχιστοι το πρόσεξαν»)<br /><b>3.</b> [[επιτηρώ]] κάποιον με [[δυσπιστία]], [[είμαι]] [[επιφυλακτικός]] [[απέναντι]] σε κάποιον («να προσέχεις αυτόν τον φίλο σου και να μού πεις τί κάνει»)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[προσεγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />επιμελημένος, [[φροντισμένος]]<br /><b>5.</b> (στην προστ.) (ως απειλητική [[προειδοποίηση]]) <i>πρόσεχε</i><br />έχε τον νου σου, να είσαι [[προσεκτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βλέπω]], [[είμαι]] στραμμένος [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] («ἐν φωλεῷ... πρὸς ἀνατολὴν προσέχοντι», Επιφάν.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θεωρώ]] κάποιον ως... («ὡς στασιασταῑς προσεῑχον αὐτοῑς», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[ακόμη]], έχω επί [[πλέον]] («δεῑ ἄρα καὶ τοῦτο προσέχειν τὸ [[μάθημα]], ὃ ζητοῦμεν πρὸς ἐκείνῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]] επί [[πλέον]], [[συμπεριλαμβάνω]] στον λογαριασμό («καὶ τὴν οἰκίαν ἐν δισχιλίαις προσέξεις», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρω]] [[κάτι]] [[προς]] ένα [[σημείο]] («προσῑσχε τὴν ἀσπίδα πρὸς τὸ [[δάπεδον]] τῆς πόλεως», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτείνω]], [[προσφέρω]] σε κάποιον («αὐτή τ' ἐπισχεῑν μαστὸν τὠνείρατι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[επάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[επιθέτω]] («προσέχειν χλιάσματα», Ιπποκρ.)<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[οδηγώ]] κάποιον κάποιου («τίς σ', ὦ [[τέκνον]], προσέσχε, τίς προσήγαγε [[χρεία]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> (για [[πλοίο]]) [[προσεγγίζω]] σε έναν [[τόπο]], [[αράζω]] (α. «προσχόντες τὰς [[νέας]] ἀπέβησαν ἐς τὸν αἰγιαλόν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «[[ἐπείτε]] τάχιστα πρὸς τὴν Σίφνον προσίσχον οἱ Σάμιοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[προς]] ένα [[σημείο]] («καὶ χρονίζοντος πατρὸς παῑδες προσέσχον ὄμμ'», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> οξύνομαι [[συνεχώς]], μεγαλώνει η [[ένταση]] μου («ἡ νοῡσος προσέχει», Ιπποκρ.<br />«ἡ [[ὀδύνη]] προσέχει», Ιπποκρ.)<br /><b>10.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσέχομαι</i><br />α) [[είμαι]] πιασμένος από [[κάπου]], προσκολλώμαι [[κάπου]] («οἱ πολύποδες οὕτω προσέχονται [[ὥστε]] μὴ ἀποσπᾱσθαι», <b>Αριστοτ.</b>) β) [[συνδέω]] την [[τύχη]] μου, αναμιγνύομαι ενεργά σε [[κάτι]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προσέχω]] τὸν νοῡν [τὴν γνώμην, τὴν διάνοιαν]» — έχω στραμμένη την [[προσοχή]] μου<br />β) «[[προσέχω]] νηΐ» — [[προσεγγίζω]] με το [[πλοίο]], [[αράζω]].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> έχω στρέψει την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]], [[σκέπτομαι]], [[παρατηρώ]] ή [[παρακολουθώ]] [[κάτι]] με [[ενδιαφέρον]] (α. «πρόσεχε στο [[μάθημα]]» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[διακρίνω]] (α. «ήταν κι αυτός [[εκεί]] [[αλλά]] δεν τον πρόσεξα» β. «προσοχὼν εὐφυῆ τὸν νεανίσκον», Παλλάδ.)<br /><b>3.</b> [[βλέπω]] με [[συμπάθεια]], [[διάκειμαι]] ευμενώς (α. «[[πάντα]] μέ πρόσεχε ο δάσκαλός μου» β. «ἐπὶ δὲ Κάϊν καὶ ἐπὶ ταῑς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχε», ΠΔ)<br /><b>4.</b> αφοσιώνομαι σε [[κάτι]], επιδίδομαι σε [[κάτι]] με [[επιμέλεια]] (α. «δεν προσέχει τα [[παιδιά]] του» β. «προσεῖχε τε ἤδη μᾱλλον τῷ κατὰ θάλασσαν πολέμῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> προφυλάσσομαι, [[φυλάγομαι]] από [[κάτι]] (α. «να προσέχεις μην κρυολογήσεις» β. «προσέχετε ἑαυτοῑς ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων, ἥτις ἐστὶν [[ὑπόκρισις]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]] με ερωτικό [[ενδιαφέρον]] («δεν τον πρόσεξε [[καμιά]] [[γυναίκα]]»)<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] την [[αξία]] ενός πράγματος, [[θεωρώ]] ότι [[κάτι]] έχει [[αξία]] («όσο ζούσε, το [[έργο]] του ελάχιστοι το πρόσεξαν»)<br /><b>3.</b> [[επιτηρώ]] κάποιον με [[δυσπιστία]], [[είμαι]] [[επιφυλακτικός]] [[απέναντι]] σε κάποιον («να προσέχεις αυτόν τον φίλο σου και να μού πεις τί κάνει»)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[προσεγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />επιμελημένος, [[φροντισμένος]]<br /><b>5.</b> (στην προστ.) (ως απειλητική [[προειδοποίηση]]) <i>πρόσεχε</i><br />έχε τον νου σου, να είσαι [[προσεκτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βλέπω]], [[είμαι]] στραμμένος [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] («ἐν φωλεῷ... πρὸς ἀνατολὴν προσέχοντι», Επιφάν.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θεωρώ]] κάποιον ως... («ὡς στασιασταῑς προσεῑχον αὐτοῑς», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[ακόμη]], έχω επί [[πλέον]] («δεῑ ἄρα καὶ τοῦτο προσέχειν τὸ [[μάθημα]], ὃ ζητοῦμεν πρὸς ἐκείνῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]] επί [[πλέον]], [[συμπεριλαμβάνω]] στον λογαριασμό («καὶ τὴν οἰκίαν ἐν δισχιλίαις προσέξεις», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρω]] [[κάτι]] [[προς]] ένα [[σημείο]] («προσῑσχε τὴν ἀσπίδα πρὸς τὸ [[δάπεδον]] τῆς πόλεως», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτείνω]], [[προσφέρω]] σε κάποιον («αὐτή τ' ἐπισχεῑν μαστὸν τὠνείρατι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[επάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[επιθέτω]] («προσέχειν χλιάσματα», Ιπποκρ.)<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[οδηγώ]] κάποιον κάποιου («τίς σ', ὦ [[τέκνον]], προσέσχε, τίς προσήγαγε [[χρεία]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> (για [[πλοίο]]) [[προσεγγίζω]] σε έναν [[τόπο]], [[αράζω]] (α. «προσχόντες τὰς [[νέας]] ἀπέβησαν ἐς τὸν αἰγιαλόν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «[[ἐπείτε]] τάχιστα πρὸς τὴν Σίφνον προσίσχον οἱ Σάμιοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[προς]] ένα [[σημείο]] («καὶ χρονίζοντος πατρὸς παῑδες προσέσχον ὄμμ'», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> οξύνομαι [[συνεχώς]], μεγαλώνει η [[ένταση]] μου («ἡ νοῡσος προσέχει», Ιπποκρ.<br />«ἡ [[ὀδύνη]] προσέχει», Ιπποκρ.)<br /><b>10.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσέχομαι</i><br />α) [[είμαι]] πιασμένος από [[κάπου]], προσκολλώμαι [[κάπου]] («οἱ πολύποδες οὕτω προσέχονται [[ὥστε]] μὴ ἀποσπᾱσθαι», <b>Αριστοτ.</b>) β) [[συνδέω]] την [[τύχη]] μου, αναμιγνύομαι ενεργά σε [[κάτι]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προσέχω]] τὸν νοῡν [τὴν γνώμην, τὴν διάνοιαν]» — έχω στραμμένη την [[προσοχή]] μου<br />β) «[[προσέχω]] νηΐ» — [[προσεγγίζω]] με το [[πλοίο]], [[αράζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm