Anonymous

κατασβέννυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατασβέννυμι]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κατασβήνω]].
|mltxt=(AM [[κατασβεννύω]], Α και [[κατασβέννυμι]])<br /><b>1.</b> [[σβήνω]] εντελώς (α. «ο [[πυροσβέστης]] κατέσβησε τη [[φωτιά]]» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταπαύω]], [[καταστέλλω]], [[καταπνίγω]] («σμικρόν [[ῥῆμα]] κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεραπεύω]] («δέξαι με, ὦ [[θάλασσα]], δεινὰ πεπονθότα καὶ κατάσβεσόν μου τά τραύματα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποξηραίνω]] («ἔστιν [[θάλασσα]], τίς δέ νιν κατασβέσει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον άνεμο) [[κοπάζω]] («τὸ πνεῦμα κατεσβεσμένον παραλόγως ἀκύμονα τὸν πόρον ἰδεῖν καὶ λεῖον παρεῖχε», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατασβέννῡμι:''' ή -ύω, μέλ. -[[σβέσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[κατασβήνω]], [[καταστέλλω]], Λατ. extinguere, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., ἔστιν [[θάλασσα]], τίς δέ νιν κατασβέσει; [[ποιος]] θα την αποξηράνει; σε Αισχύλ.· <i>κ. βοήν</i>, <i>ἔριν</i>, [[καταπαύω]] θόρυβο, [[σταματώ]] τη [[διαμάχη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αόρ. αʹ <i>κατ-εσβήθην</i>, με απαρ. Ενεργ. αορ. βʹ <i>κατέσβην</i>, απαρ. <i>κατα-σβῆναι</i>, παρακ. Ενεργ. <i>κατ-έσβηκα</i>· καταστέλλομαι, αναχαιτίζομαι, σε Ηρόδ.· μεταφ., <i>κλαμάτων πηγαὶ κατεσβήκασι</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κατασβέννῡμι:''' ή -ύω, μέλ. -[[σβέσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[κατασβήνω]], [[καταστέλλω]], Λατ. extinguere, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., ἔστιν [[θάλασσα]], τίς δέ νιν κατασβέσει; [[ποιος]] θα την αποξηράνει; σε Αισχύλ.· <i>κ. βοήν</i>, <i>ἔριν</i>, [[καταπαύω]] θόρυβο, [[σταματώ]] τη [[διαμάχη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αόρ. αʹ <i>κατ-εσβήθην</i>, με απαρ. Ενεργ. αορ. βʹ <i>κατέσβην</i>, απαρ. <i>κατα-σβῆναι</i>, παρακ. Ενεργ. <i>κατ-έσβηκα</i>· καταστέλλομαι, αναχαιτίζομαι, σε Ηρόδ.· μεταφ., <i>κλαμάτων πηγαὶ κατεσβήκασι</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-σβέννυμι en κατα-σβεννύω act. met acc. blussen, doven:; Ἥφαιστος δὲ κατέσβεσε... πῦρ en Hephaestus bluste het vuur Il. 21.381; overdr. uitblussen, onderdrukken:. κ. βοήν geschreeuw smoren Soph. Ai. 1149; κ. ἡδονάς genoegens onderdrukken Plat. Lg. 838b; κατάσβεσον τὰ τραύματα blus mijn brandende wonden Luc. 78.10.1. pass. intrans., met stamaor. en perf. κατέσβηκα, uitdoven, uitgaan:; κατασβεσθῆναι... τὴν πυρήν de brandstapel doofde Hdt. 1.87.2; overdr.:; πηγαὶ κατεσβήκασιν de bronnen liggen droog Aeschl. Ag. 888; τὸ πνεῦμα κατεσβεσμένον de wind die was gaan liggen Plut. Tim. 19.6; geneesk. tot rust komen (ontsteking, zwelling).
|elnltext=κατα-σβέννυμι en κατα-σβεννύω act. met acc. blussen, doven:; Ἥφαιστος δὲ κατέσβεσε... πῦρ en Hephaestus bluste het vuur Il. 21.381; overdr. uitblussen, onderdrukken:. κ. βοήν geschreeuw smoren Soph. Ai. 1149; κ. ἡδονάς genoegens onderdrukken Plat. Lg. 838b; κατάσβεσον τὰ τραύματα blus mijn brandende wonden Luc. 78.10.1. pass. intrans., met stamaor. en perf. κατέσβηκα, uitdoven, uitgaan:; κατασβεσθῆναι... τὴν πυρήν de brandstapel doofde Hdt. 1.87.2; overdr.:; πηγαὶ κατεσβήκασιν de bronnen liggen droog Aeschl. Ag. 888; τὸ πνεῦμα κατεσβεσμένον de wind die was gaan liggen Plut. Tim. 19.6; geneesk. tot rust komen (ontsteking, zwelling).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=or -ύω fut. -[[σβέσω]]<br /><b class="num">I.</b> to put out, [[quench]], Lat. extinguere, Il., Eur., etc.:—metaph., ἔστιν [[θάλασσα]], τίς δέ νιν κατασβέσει; who shall dry it up? Aesch.; κ. βοήν, ἔριν to [[quell]] [[noise]], [[strife]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> Pass., aor1 κατ-εσβήθην, with intr. aor2 act. κατέσβην, inf. κατα-σβῆναι, perf. act. κατ-έσβηκα;— to go out, be quenched, Hdt.:—metaph., κλαυμάτων πηγαὶ κατεσβήκασι Aesch.
|mdlsjtxt=or -ύω fut. -[[σβέσω]]<br /><b class="num">I.</b> to put out, [[quench]], Lat. extinguere, Il., Eur., etc.:—metaph., ἔστιν [[θάλασσα]], τίς δέ νιν κατασβέσει; who shall dry it up? Aesch.; κ. βοήν, ἔριν to [[quell]] [[noise]], [[strife]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> Pass., aor1 κατ-εσβήθην, with intr. aor2 act. κατέσβην, inf. κατα-σβῆναι, perf. act. κατ-έσβηκα;— to go out, be quenched, Hdt.:—metaph., κλαυμάτων πηγαὶ κατεσβήκασι Aesch.
}}
}}